Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Σιγώ, Γιώτα και παραπέμπω τον κόσμο να αφουγκραστεί τις "δικαιολογίες" της Ύπαρξή σου...

"Αγωνίζομαι να δεχτώ τις σκέψεις μου.
Προσπαθώ να δικαιολογήσω την Ύπαρξή μου."
***
Σιγώ, Γιώτα και παραπέμπω τον κόσμο να αφουγκραστεί τις "δικαιολογίες" της Ύπαρξή σου...
Σ' ευχαριστώ που ολοκλήρωσες την δημοσίευση... του "αγώνα" των σκέψεών σου... (Άνευ συναγωνισμού) στο Ποίημα: "Πόσες φορές".
***


Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων Θεοφανείων

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, Γιώτα!

***


Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων Θεοφανείων

***

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ - ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΩΤΑΣ ΣΠΑΝΟΥ - ΣΤΡΑΤΗ (Αστοριανής)

***
ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ
(απόσπασμα)


Πόσες φορές
είπα να βάλω σύντομες φοβέρες στο νου
προστατεύοντας την εύγλωττη καρδιά,
κι ανακάλυψα ότι οι ξαφνικές αστραπές του
γίνονταν όλο και πιο συντηρητικές...

Πόσες φορές καταράστηκα τα δάκρυα του ουρανού
που επέμενε
ότι τα δικά μου δεν ήταν αρκετά
για να δροσίσει τον ωκεανό που με χωρίζει
από τον αγαπημένο,
διψασμένο πλέον Σελινούντα.

Ζω λες και μια Αρχαία Πόλη που αναπνέει
κάτω από την αγύμναστη θάλασσα του Κορινθιακού,
αμφισβητώντας την
για την δύναμη των σιγαλών τραγουδιών της,
για τον υπόκωφο αναστεναγμό των ονείρων της,
από τα διάσπαρτα κομμάτια των θρύλων της.

Πόσες φορές έχτισα τοίχος σιωπής
με τα αμίλητα κογχύλια που μάζευα στις ακτές της,
με την ράχη κυρτή, έρμαιο στον αδίστακτο ήλιο,
με τα γόνατα γδαρμένα στους άτακτους κάμπους της.

Μόνο ο βοριάς έδινε οξυγόνο
και κατεύθυνση στα στερημένα οράματά μου,
σπρώχνοντάς με σε απάτητους λειμώνες όπου
τα πέλματα μου αρνούνταν να αφήσουν ίχνη,
κάτω από μια ανόητη σεμνοτυφία.

Πόσες φορές πίστεψα ότι ένας Άνδρας έπρεπε να κατοικεί μέσα μου,
για να του επιτρέπεται να υψώνει την φωνή, να εξοργίζεται,
να βρίζει ανεξέλεγκτα.
Κι όταν στη φημισμένη κοιλάδα μας,
συσκεύαζε ομοιόμορφα κι επιδεικτικά τα χρυσόχροα τσαμπιά
του φημισμένου "Κέρινου Σταφυλιού"
με τις προκλητικές εύγευστες ρόγες, στα ρηχά ξύλινα κιβώτια,
για το φτηνό ξεπούλημα στις αγορές της Πρωτεύουσας, ΝΑΙ,
ακράδαντα πίστευα ότι το ισχνό σώμα μου δεν ήταν αρκετός ναός
για το ατίθασο πνεύμα που με κυβερνούσε σε παρθένους ορίζοντες.

Ίσως η ζεστή καλοκαιριάτικη σκόνη από τα χειμερινά
εκχυλίσματα του αρχαίου ποταμού
είχε γίνει μόνιμη νουθεσία στα πέλματά μου κι είχε
εισχωρήσει μέχρι τις φλέβες μου, θυμίζοντάς μου ότι
τα πάντα είναι σκόνη ευάλωτη, που εισχωρεί ανεξέλεγκτη στη Γη,
στα έγκατα της, στους αγέριδες της, στον ουρανό της και πέραν...

Προσπαθούσα να είμαι αυτόφωτη σε έναν κόσμο γεμάτο Αρχαίο φως.
Εκδικητικό ΦΩΣ.
Εκείνο που ξεκίνησε από τα πρωτόγονα σκαλίσματα των Βράχων,
από τα υγρά, λαμπερά δάκρυα των σπηλαίων
-ποιος είπε ότι η Γη δεν κλαίει κρυφά, σαν απελπισμένη Μάνα-
και πού η καταχωρημένη αναφορά της αιτίας των δακρύων της.

Προσπαθούσα να είμαι αυτόφωτη.
Η αστραπή, αστραπιαία. Ο περίγυρος, ημιφωτισμένος.

Η εκτυφλωτική εκμετάλλευση σε συνδυασμό
με την τύφλωση της συνείδησης
σαστίζει. Αναπάντητη η ερώτηση:
-Μα πώς! Τι είχαν αυτοί που κράτησαν τον δαυλό άσβηστο;
Ποιο άστρο χαμήλωσε επικίνδυνα την τροχιά του
και οι ευνοούμενοι της Τύχης έσπευσαν και ίππευσαν
την αστρόλαμπρη τροχιά του;

Άνδρες!
Άνδρες, με το ένα χέρι στα γκέμια, και το άλλο στα διακριτικά του φύλου τους!
Άνδρες, που ίππευαν τα ιδιόκτητα άλογα της Τύχης
με το ίδιο σκληρό, αντρίκιο πάθος την Γυναίκα.

Την Γυναίκα-Μάνα, την Γυναίκα-Γη.
Την Γυναίκα-άγνωμη, αμίλητη, υπάκουη, ημι-μηδενισμένη.
Την Γυναίκα-σάρκα, την Γυναίκα-υπόδουλη, την Γυναίκα-λαμπερόγνωμη
προς ίδιον κέρδος.
Την Γυναίκα-δέκτη του σπόρου τους. Την Γυναίκα-άβροχη γη
με επιλεκτικές βροχοπτώσεις για την διατήρηση της Δύναμής τους...
Την Γυναίκα-Σύντροφο, Αγαπημένη, Εχθρό. Ζώον προς όλες τις χρήσεις.

Αυτόφωτη; Τί είναι αυτό; Πώς τρώγεται; Πώς χωνεύεται;

Ποια Δύναμη; Ποια Ελευθερία; Ποιος Σεβασμός; Ποια Συγκατάβαση;
Ποια Αλληλο-Εκτίμηση;

Η Γη δεν δίδαξε τον πόλεμο.

Οι γυναίκες τον εγκυμονούσαν για τον Αιώνιο Σπόρο.

Φίδια, με διαπεραστικά μάτια, με σκέλια κυρίως για την Διαιώνιση.
Με Αόρατη Δύναμη για να χτίζουν κάστρα, να γκρεμίζουν τείχη, να σαλπάρουν
καπετάνιοι της Ξηράς και της Θάλασσας, του Ουρανού, και του Χάους. Ωσπου
άρχισαν να αγαπούν την σάρκα τους
και να την μετατρέπουν μέσον πολύγνωμης και πολυταραγμένης ύπαρξης.
Αργά μα λυσσαλαία, πολλάκις ενάντια στην δική τους συμπόρευση,
να εκδικούνται.

Αυτόφωτη;
Σημαδεμένη από την πρώτη κραυγή στο φως. Αδύναμη.
Ναι. Θα ήθελα να ήμουν Άνδρας. Ίσως κατάφερνα τα ακατόρθωτα.
Ίσως το τόξο μου να ήταν πρωτόγονο, ίσως η καρδιά μου πιο ευάλωτη
κάτω από το στέρνο.
Οι Άνδρες, μέσα μου, δεν είχαν συγκεκριμένο πρόσωπο, σχήμα, χρώμα.
Ήταν σύντομες αναλαμπές Δύναμης.
Ανοργάνωτοι, όπως οι περισσότεροι άνδρες.
Καβαλάρηδες ασχημάτιστοι. Φορείς φόβου και σιωπής.

Αναρωτιέμαι
αν η δύση του Ήλιου έχει περισσότερη θέρμη
από την ζεστασιά της ανατολής.
Αν η Αρχαία Πόλη που ζει και αναπνέει κάτω από την γαστέρα
της προσφιλούς υγρής γης, ξεσπάσει τον αιώνιο ρόγχο της,
επιδείξει τις φοβερές πύρινες γλώσσες της,
αναφωνήσει το αιώνιο Τίποτα, καθαρογράψει:

ΕΝΑΣ ο ΚΥΡΙΟΣ του Σύμπαντος. Μια η Υπέρτατη Δύναμη.

Όλα τα υπόλοιπα:
Προσωρινές καταστάσεις. Προσωρινές επιτεύξεις. Προσωρινός ο φαίνων Κόσμος!
Προσωρινή η Εκτίμηση. Η Ειρήνη. Η Αγάπη.

Αγωνίζομαι να δεχτώ τις σκέψεις μου.
Προσπαθώ να δικαιολογήσω την Ύπαρξή μου.

Πλημμύρισε το στήθος από ατίθασα δάκρυα.
Λάβα, διαμάντια, κογχύλια, άμμος, λάσπη, σκόνη.
Γνωρίζω ακόμη τον κόσμο!
Είθε, ως την ύστατη αναπνοή μου, ο Τοξότης, μέσα μου, να είναι ενεργός.

Γυναίκα, σκεπτόμενη, με τον τρόπο μου δικαιούμαι να προσφέρω την ΑΓΑΠΗ.

01-01-20

(Φωτο-σύνθεση Υιώτας. 2019)



ΠΗΓΗ


***