Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Μικρό σπουργίτι



Φτερούγες...

Σκόρπιζες, Θε μου, απλόχερα στων τυχερών το σπίτι

κι άφηνες μόνο ψίχουλα

να ψάχνω σα σπουργίτι...

Κι όσο φτερούγες άπλωνα κι όσο ψηλά κοιτούσα

ήταν ο φόρτος πιο βαρύς

απ΄ότι προσδοκούσα...


Στο πήγαιν'-έλα της ζωής, συνάντησα στη ρούγα

κουτσό σπουργίτι να πετά

με τη μισή φτερούγα...

Τόπιασα και το σήκωσα με περισσή φροντίδα,

τα μάτια΄πάνω σήκωσα

με νιόβγαλτη ελπίδα,

κι είπα; Θεέ, αφού αϊτός δεν πρόκειται να γίνω,

είθε με τις φτερούγες μου απείραχτες να μείνω!


(...Στους Φίλους που με πόνεσαν αναίτια...)

Η ΘΑΛΕΙΑ ΚΑΙ Ο ... ΤΡΑ Γ ΑΔΟΥΡΟΣ!

ΘΕΑΤΡΟ, Φίλοι μου, και...Κωμωδία!


Ξεκινώ, απόψε, ένα μονόπρακτο που διακρίθηκε και τυπώθηκε στην ανθολογία του κ. Ευάγγελου Ρόζου, στο ΠΟΛΥΠΤΥΧΟ, στην Αθήνα, το χίλια ενιακόσια ογδόντα επτά!!! Έγραφε στον πρόλογο: " ... μόνιμα εγκατεστημένη στη Νέα Υόρκη (από το ...εβδομήντα...). Μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες ελληνόφωνες ποιήτριες της Διασποράς. Έργα της... κλ.π. "
ΟΠΟΥ και να είσαι φίλτατε κύριε Ρόζο,
στη Ραγκαβή, στην Τήνο, ή αλλού, σου το αφιερώνω με όλο μου το σεβασμό, την εκτίμηση για το δικό σου έργο, και την αγάπη.

Η ΘΑΛΕΙΑ ΚΑΙ Ο ... ΤΡΑ Γ ΑΔΟΥΡΟΣ!

(Μονόπρακτη σατυρική κωμωδία, σε δύο εικόνες)
Πρόσωπα: Μαρίνα, καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Θάλεια, μαθήτρια ευτραφής, μέσης ηλικίας
Τροβαδούρος, μεσόκοπος, << φτασμένος ποιητής >>
Σκηνικό:
Γραφείο. (καρέκλες, χαρτιά, μολύβια, βιβλία, κλπ. )
Επιγραφή: ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΙ ΙΔΙΑΊΤΕΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗΣ. Πληροφορίες εντός. Τηλ.: 555 ५३४१

(Ανοίγει η αυλαία। Η Μαρίνα καθισμένη στο γραφείο της γράφει ένα γράμμα, και πριν το βάλει στο φάκελο, το διαβάζει μεγαλοφώνως. Η πόρτα, μισάνοιχτη)

ΜΑΡΙΝΑ : … όσο κι αν σου φανεί παράξενο, φίλη μου, η ζωή για τους
ηλικιωμένους γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Φτάνω στο σημείο να είμαι ευχαριστημένη που δεν έχω οικογένεια να συντηρήσω. Αν είχα τουλάχιστον ένα σταθερό ενοίκιο… ας όψεται, όμως, η Αλλαγή… δηλαδή εννοώ τις μεταθέσεις που ζητούσα για να εργάζομαι σε πιο ανθρώπινη περιοχή… Τώρα όλα αυτά τα πληρώνω σε ενοίκια! Μα θα τα καταφέρω να βάλω κάτι στην άκρη και να συναντηθούμε στις διακοπές. Ω! το χρειάζομαι τόσο πολύ να ξεκουραστώ αυτό το καλοκαίρι.
Ξέρεις; Έβαλα αγγελία για ιδιαίτερα μαθήματα. Ένας, μου έφερε κιόλας τα λογοτεχνικά του μαζί και μερικά ποιήματα… Είχα ακόμη δύο τηλεφωνήματα, κι απόψε, όπου νάνε, θάρθει και η πρώτη μαθήτρια. Γι΄ αυτό, κλείνω το γράμμα μου με την ευχή να τα πούμε από κοντά τον Ιούλιο. Δική σου, Μαρίνα.
(Τσακίζει το γράμμα, το βάζει στο φάκελο. Ελαφρό χτύπημα στη πόρτα)
Θάλεια: - Καλή σας εσπέρα! Είμαι η Θάλεια, η ξακουστή,
Του Δήμου, του μπακάλη
… κι εισέρχομαι στην αίθουσα με όρεξη μεγάλη!
Μαρίνα: …-Καλησπέρα, Θάλεια! Χαίρω πολύ. Φυσικά… εδώ δεν είναι ντέλι…
Εδώ,… θα ικανοποιήσεις τη μεγάλη όρεξή σου… και δεν εννοώ την όρεξη του στομάχου… για φαί… εννοώ την πνευματική τροφή… Αν όχι τίποτ΄άλλο, έχεις και θεϊκό όνομα.
Θάλεια: -Ε! ούτε που το φαντάστηκα! Για … λέγετέ μου… για να μπούμε με το...δεξί, και γρήγορα!
Μαρίνα: -ΟΚ! Δεν ξέρεις, τουλάχιστον, πως η Θάλεια είναι μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης… προστάτιδα της χαράς και των εύθυμων συμποσίων;
Θάλεια: -Εγγγώ όοοολα αυτάααα;
Μαρίνα: - Μόνο αυτά; δεν έχεις ακούσει για τα καμώματα των Βακχών, των οπαδών του Διονύσου;
Θάλεια: - …ξέρεις, δεν ασχολούμαι πολύ με τα ποδοσφαιρικά… κάτι λίγα ξέρω για τον κυρ- Διονύση, καλός πελάτης του πατέρα μου, πέντε παιδιά …
Μαρίνα: - Χα χα χααα॥ ο Διόνυσος, αυτός που λέω εγώ… είναι ο γιος της Σεμέλης… αυτός που βγήκε από το μπούτι του Δία… κι έγινε αθάνατος… δεν... ξέρεις τίποτα;!
Θάλεια: -βρε, κάπου έχω ακούσει κάτι τέτοιες ιστορίες για την… Αθηνά και την Αθήνα! Ξέρεις, αυτή που τη γέννησε το… κούτελο του Δία… μα τούτο που λες εσύ, ούτε οι κότες δεν θα σε πιστέψουν… Χα χααα, άκου, από το μπούτι του Δία!
Μαρίνα: -Κάθησε, Θάλεια μου, και ... δεν είμαι εγώ που τα λέω αυτά! Αυτά είναι τα φώτα από την αρχαία μυθολογία μας… από τον αξιοζήλευτο πολιτισμό μας…
Θάλεια: - …με τέτοια φώτα έβλεπαν; ας μην ερχόταν ο Κον-Έντισον… μάλλον η ΔΕΗ… και θα σου έλεγα εγώ. Πλάκα έχεις! Για λέγε μου όμως…
Μαρίνα: - Άντε, να στο συντομεύω… Ο Διόνυσος που λέγαμε, φύτεψε το πρώτο αμπέλι κι έμαθε τους ανθρώπους αμπελουργία… μετά ήρθαν τα γλέντια και τα ξεφαντώματα… κι έγινε ένας λαϊκός θεός.
Θάλεια: - άστον αυτόν, πες μου για την …συνονόματη, καλέ!
Μαρίνα: - Η Θάλεια, η …συνονόματή σου, είχε κι αυτή συμμετοχή στην αγροτική καλλιέργεια, στα βάσανα και στις σκοτούρες, αλλά κυρίως στα ξεφαντώματα του λαού, γι΄ αυτό θεωρείται η προστάτιδα της Κωμωδίας!
Θάλεια: - Χμ! …σ΄ αυτό, ταιριάζουμε! Από καλαμπούρια εγώ! Άλλο τίποτα… ( στριφογυρίζει στην καρέκλα της ) μα πώς ξέρουν αυτοί, όλα αυτά που λες με τόση βεβαιότητα;
Μαρίνα: - Ε! να, υπάρχουν αγάλματα της Θάλειας που κρατάει ποιμενικό ραβδί, ή και μάσκα της κωμωδίας. Μα πάντοτε φοράει βακχικό στεφάνι με σταφύλια κι αμπελόφυλλα…
Θάλεια: - …εγώ, άμα τα φορέσω αυτά… θα είμαι η καλύτερη στο Χάλογουήν, στις εδώ… αποκριές εννοώ…!!! Όμως, αρκετά μου είπες για τους τρελο-αρχαίους! Τώρα, για ΜΑΣ, τους νέους! Μεταξύ μας,
…δεν ξέρω πόσοι τόνοιωσαν
και ούτε που με νοιάζει…
μα τούτη η Θάλεια, σύντομα,
αυτόγραφα μοιράζει!
Μαρίνα: - … και βέβαια, στο εύχομαι. Γι΄ αυτό κι ο Δάσκαλος, κι ο μαθητής πρέπει να γνωριστούν και να γίνει πιο αποδοτική η συνεργασία τους…
Θάλεια:- … χμ! με το να μου λες αυτά… τα πιο πάνω, εννοώ, φαίνεται
ότι και σεις οι δάσκαλοι, έχετε ξεκουτιάνει
κι απ΄το πολύ το διάβασμα άδειασε το…καζάνι ! (…δείχνει το κεφάλι της…)
Μαρίνα: -Καλά, ήρθες να σε διδάξω, ή να με προσβάλλεις!;
Θάλεια: -Ω! συγγνώμη! Μα του λόγου μου,
σ΄αυτή την ηλικία, απ΄τα πολλά …
θα πω κι εγώ καμία…
Μαρίνα: - (γρήγορα) … ανοησία! Ε! ανοησίες, σ΄όλους μας ξεφεύγουν κάποτε…
Τότε, για πες μου, απλά, τι σ΄έκανε να ζητήσεις τη βοήθεια μου;
Θάλεια: -…τώρα στα… γεροντάματα,
γράμματα πώς να μάθω;
Ας όψεται ο …έρωτας!
Όμως, καλά να πάθω!
Αφού δεν ερωτεύτηκα
στα είκοσι μου χρόνια (παραπονιάρικα:)
Με δίχως τις…πλατείες μου
και τα ψηλά… μπαλκόνια…
Μαρίνα: -Ω! μη το λες αυτό! Εδώ, μαζί θα φέρουμε στην …επιφάνεια τη ψυχή σου!... μόνο που θα χρειαστεί μια κάποια… περισσότερη προσπάθεια… ας την πούμε διανοητική …εμβρυουλκία…
Θάλεια: - ( κάπως θυμωμένη) - ... για κοίτα! Να καταλαβαινόμαστε! Αυριουλκία … θυμίζει μια άλλη λέξη και μάλιστα έχει τέλεια κατάληξη… Θα μου μιλάς ελληνικά! Όπως μιλάει ο λαός! Αν έμαθες εσύ και κάτι άλλοι… κάτι αράδες παραπάνω… στον κύκλο σας μπορείτε να τις φιγουράρετε! Εδώ, θα μιλάμε τη γλώσσα του λαού, για να καταλαβαινόμαστε, έτσι;!
Μαρίνα: - μα Θάλεια! Το πνεύμα εκφράζεται με λέξεις κι είναι ποικιλόμορφο. Όπως είναι ερευνητικό, αδέσμευτο, δημιουργικό…
Θάλεια: -τότε, να μας δίνετε τις δημιουργίες σας να τις ελέγχουμε εμείς πρώτα
και μετά να τις σερβίρετε δημοσίως… Α!
Μαρίνα: - …δεν νομίζω να γενικοποιείς! Υποψιάζομαι πως εννοείς τους …ακαταλαβίστικους ποιητές…
Θάλεια (σύντομα) ναι! Έπιασες διάνα!
Μαρίνα: - ΟΚ! Σ΄ακούω। ΤΙ προτείνεις;
Θάλεια: (ξεθαρρεμένη) -Καλέ! Ξέφραγο αμπέλι το κάνατε! Ότι θέλει ο καθένας γράφει, και σου λέει: ΠΟΙΗΜΑ!!! Της τρελής γίνεται! Ελεύθερη γραφή, σου λένε…
Μαρίνα: -μα είναι τόοοσα χρόνια που έχει επικρατήσει η ελεύθερη γραφή, σ΄όλο τον ποιητικό κόσμο… άλλωστε, ποιώ, σημαίνει δημιουργώ και κάθε δημιούργημα ενδέχεται να είναι και ποίημα…
Θάλεια: - Τι λες, βρε δασκάλα! …κυρία καθηγήτρια ήθελα να πω! …σου διαβάζουν δυο αράδες, ποίημα! Σου λένε। Σου διαβάζουν κατε ε ε ε βατάααα!!! ποίημα σου λένε! Έχεις χάσει το μπούσουλα από πού άρχισαν… πού το πήγαν… και πώς τέλειωσαν!!! Όμως, ΠΟΙΗΜΑ! Σου λένε! Ποια ελεύθερη ποίηση καλέ; Ελεύθερη αυτό…ικανοποίηση θάπρεπε να τη λένε, και με συγχωρείς, δασκάλα μου, εσύ είσαι μορφωμένη και -συγγνώμη- καταλαβαίνεις ΤΙ εννοώ!
Μαρίνα: - Ω! Θάλεια! Οι δυο αράδες… μπορεί να είναι από τις ποιητικές μορφές: ΤΑΝΚΑ… ή… Χαϊ Κου… δηλαδή συμπυκνωμένη γιαπωνέζικη νόηση για τις ώρες τής αυτοσυγκέντρωσης και της ξεκούρασης… με σταθερές συλλαβές και με εικόνες από τη φύση…
Θάλεια: -… ντανγκα-ντούγκα και …χάικούκου… ούτε ξέρω τι μου λες, ούτε γιαπωνέζικα θέλω να μάθω… ούτε κι εξηγήσεις…απαιτώ!!!!!
…(λίγο σαστισμένη) …άστα για …άλλο μάθημα!
Μαρίνα: -… ότι θέλεις, Θάλεια. Όμως, ένα έχω να σου προσθέσω: τόσοι και τόσοι έχουν διακριθεί με την ελεύθερη γραφή…
Θάλεια: -Ποιοί! Αφού πρέπει ν΄ανήκεις σε κύκλωμα για να σε πουν ΠΟΙΗΤΗ! Και να…διαθέτεις κι από …άλλα… για σου πουν ότι αξίζεις…
Μαρίνα: - …βρε καλή μου! Δεν είναι έτσι ακριβώς…
Θάλεια: - Τι! Θέλεις να πεις ότι εγώ δεν καταλαβαίνω! Γι΄αυτό έχουν χωρίσει κάτι…γενιές και τα τοιαύτα;… μόνο τα χτένια λείπουν για να …ξεχτενίσουν τις κατσαρές τους τρίχες!
Μαρίνα: - (υπομονετικά) …άντε πάλι! Αναφέρεσαι μόνο στους σουρεαλιστές; ή γενικοποιείς;
Θάλεια: - τα λέω γι αυτούς που μόνοι τους κολλούν στον εαυτό τους της ταμπέλα: Ποιητής! Και σου σερβίρουν ότι τους κατέβει! …αν το έκανε αυτό ο πατερούλης μου,… δεν θα είχαμε ούτε μπακάλικο, ούτε… παραπανίσια ρεάλια που λένε μερικοί-μερικοί, για να μου δώσει να με μάθεις…
Μαρίνα: - Πρωτοτυπία, Θάλεια μου! Η τέχνη κυλάει…
Θάλεια: - …μα έχεις κυριολεκτήσει αυτό το πρόβλημα, κυρά Δασκάλα; Πρωτοτυπία; ποιοί! Τους ρωτάς , και σου απαντάνε μ΄ένα …μυστηριώδες ύφος:
-μα… εσύ πρέπει να σκεφτείς και να συμπληρώσεις τα σκόπιμα κενά…
-μα γιατί, κύριε, εγώ να σου συμπληρώσω τα… ΣΚΟΠΙΜΑ ΚΕΝΑ; και… τι είμαι εγώ; η συνέχεια σου;
Κύριε! ΕΣΥ δεν είσαι ποιητής! Διότι, αφού περιμένεις από μένα να σου συμπληρώσω τα κενά σου, εσύ είσαι ΜΙΣΟΣ ποιητής! Και το άλλο ΜΙΣΟ είμαι ΕΓΩ! Έτσι, λοιπόν, κι εγώ, -το άλλο μισό… σου λέω: ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΣΑΙ!!!
( ...τότε, λίγο "Μαρίνα...")
Μαρίνα: - Περίμενε! Περίμενε! Εδώ παίρνει νερό το κρασί.
Θάλεια: - …κοντολογίς, εσύ που έχεις τα μέσα, δεν τους τα λες! Τουλάχιστον να μας λένε κάτι που να το θυμόμαστε όταν φεύγουμε… να παίρνουμε κάτι μαζί μας, βρε παιδί μου!!! Όχι, δηλαδή, βρήκαν κι αυτοί το λαό διψασμένο και τον ποτίζουν σαπουνόνερο!!
Μαρίνα: - βρε συ, Θάλεια!!!
Θάλεια: - …μα ξέρεις, καλέ Δασκάλα μου, από πού έρχομαι να τους ακούσω; Ξέρεις με τι λαχτάρα περιμένω να μάθω κι εγώ κάτι που θα με ανεβάσει λίγο πιο ψηλά από το έδαφος! Να με συγκινήσουν, βρε Δασκάλα μου! Να τρέξουν αλατόνερο τα μάτια μου… να στύψουν λίγο την πίκρα της καρδιάς μου…
Μαρίνα: - …λεμονόκουπα είσαι παιδί μου! Κοίτα, μάλλον άκουσέ με: Κάθε πουλί τραγουδάει με τη δική του τη φωνή… αν τραγουδούσαν όλοι το ίδιο, θα ήταν μία ανιαρή επανάληψη.
Θάλεια: -Κοίτα! Δεν ήρθα εδώ να μαλώσουμε. Ήρθα να μάθω μαζί σου… μήπως και συγκινήσω εκείνον τον απλησίαστο άνδρα… που όταν απαγγέλει τους στίχους του συνοδεία με την κιθαρούλα του… άχχχ! Τρέμουλο η ψυχούλα μου! Με κάνει και ξεχνιέμαι, ονειρεύομαι… ηρεμώ…
Μαρίνα: - Ναι। Η Ποίηση έχει αυτό το καλό. Είναι θεραπευτική. Όταν ακούς τους ειδήμονες να σε παρασέρνουν… σε βουνοπλαγιές, σε θάλασσες, να δονούν κατάβαθα τις χορδές της ψυχής σου με τη μουσική των καλοδιαλεγμένων λέξεων, …με την μελωδικότητα των ήχων… Ω! αυτοί οι τροβαδούροι του πνεύματος, οι βιολονίστες της καρδιάς…
Θάλεια: - Πας κι εσύ!!!! Εγώ, όμως,
(κοκέτικα) έχω διαλέξει τον δικό μου Τρο γ α δούρο, κι Αυτόν θέλω να γοητέψω! Κοίτα! Θα σε πληρώσω όσο-όσο… στο είπα από την αρχή ότι είμαι κόρη μπακάλη… θα σου φέρω ελιές ξιδάτες, κασεράκι, κάτασπρη φέτα, χταποδάκι, ταραμοσαλάτα –από τα στρουμπουλά χεράκια μου φτιαγμένη… δασκαλίτσα μου, ό,τι λαχταράει η καρδούλα σου!!!!!!!!!
Μαρίνα: - όχι, καλέ! …αν και θα με βοηθούσαν πολύ… οι… ώρες και η αμοιβή είναι εκεί πέρα, στην ανακοίνωση… Μα εδώ, πρέπει ν΄ ασχοληθούμε με το πνεύμα, με τα συστήματα, με τα …ρεύματα που υπάγεται η Ποίηση, μάλιστα με το ΠΙ κεφαλαίο!
Θάλεια: - με τα ρεύματα!!! Βρε μάνα μου, έχω βρογχικά… άκουσέ μου το στήθος πώς βράζει… να, να έρθω πιο κοντά σου…
Μαρίνα: - …Όχι, Θάλεια! Δεν… πιστεύω να έχεις κάτι που κολλάει… δηλαδή… περιμένω κι άλλους μαθητές…
Θάλεια: - Ω, νο! Δεν θα σου το έκανα ποτέ αυτό, δασκαλίτσα μου! Με φαντάζεσαι να …κρυώσω τον Τραγαδούρο μου και να γεμίσει το φαρδύ του στέρνο ροχάλες και… τριγμούς!!!
Μαρίνα: - Για τ΄ όνομα του Θεού! Θάλεια, μα … σε πιστεύω.
Άφησε να τα πάρουμε από την αρχή: δηλαδή, πρόσεχέ με, κι αν θες κράτα και σημειώσεις. Θα πάρουμε τα γράμματα τα γράμματα της αλφαβήτας από την αρχή και θα δημιουργήσουμε μια ακροστιχίδα.. Βρίσκουμε λέξεις που αρχίζουν από το άαα, δηλαδή το άλφα: Α-ρμυρή γεύση της θάλασσας… Α-γέρας του βουνού…
Θάλεια: - α! … θαλασσινούς, … βουνίσιους… εγώ τους αποφεύγω τους αγέρηδες!
Το …στομάχι μου, βλέπεις, κρατάει πολύ αέρα, και …μετά έχω πρόβλημα!...
Μαρίνα: (υπομονετική) … τότε να πάρουμε το Βήτα: Βββ-ωμός।
Θάλεια: - ωμός… τι εννοείς; ωμός, δηλαδή όχι βρασμένος… βββ.. το βρήκα! Βοή!
Μαρίνα: - μπράβο! Β-ασιλικός, β-ιαστικός, β-αθύς…
Θάλεια: (στα γρήγορα)… Δασκάλα! Πήδηξε το Γ-άμμα! Και μ΄αυτό, σου λέω έχω προβλήματα… Προτιμώ το Δ-έλτα! Άκουσέ με: (με στόμφο)
Δ-έντρα ψηλά, δ-ασό δ-εντρα, στη σκιά σας ξεπεζεύω…
Μα πίσω απ΄ τα … χαμόδεντρα, … χαρά μου ν΄ αφοδεύω!!!!!!!!! Τι λες;;;;;
Μαρίνα: -Ω! Θάλεια! ( δεν κρατάει τα γέλια της) Είσαι… δ-αίμονας σωστός…
Θάλεια: - …δεν σου το είπα!; με το… Γ-άμμα έχω δυσκολίες…
Μαρίνα: - …κοίτα, Θάλεια. Στην Ποίηση πρέπει να χρησιμοποιείς θέματα και λεξιλόγιο με τέτοιον τρόπο, που να γίνονται συνδετικός κρίκος με τον αναγνώστη ή τον ακροατή.
Θάλεια: - Μα… αυτό νόμισα πως έκανα πιο πάνω… Τότε, ας αφήσουμε τα… γράμματα εκεί που είναι, γιατί… πώς να σου το πω… αγχώνομαι… Η φαντασία μου τρέχει… τρέχει.. και σκοντάφτει…! Έτσι, δεν φτάνει ποτέ εκεί που θάθελα.
Μαρίνα: - μα, Θάλειά μου, γι΄ αυτό είσαι εδώ. Να μάθεις να ξεχωρίζεις τις εμπνεύσεις σου και να τις καταχωρείς. Δηλαδή: αν γράφεις για τους αχθομάχους, τους ανθρώπους που εργάζονται στους αγρούς, … τότε γράφεις Αγροτική ποίηση. Όταν γράφεις για τα κατορθώματα των πολεμιστών και των ηρώων μας, γράφεις Επική.
Θάλεια: - …όταν γράφω για τους πόνους της καρδιάς… τότε γράφω Λυρική Ποίηση! Το είπα καλά;
Μαρίνα: - Είδες; έχεις κατανοήσει τα είδη. Αν γράφεις –ας πούμε- για τα προβλήματα της κοινωνίας…
Θάλεια: (βιαστικά…) ούου! Έχω χρόνια να κοινωνήσω, Δασκάλα μου! Από τότε που… βγήκα έξω μ΄ ένα …σπανιολάκο…
Μαρίνα: (διακόπτει) – όχι, όχι, απλώς γράφεις κοινωνική ποίηση… αρκεί, βέβαια, να μην ακολουθείς καμιά πολιτική νοοτροπία… γιατί οι… ηγέτες των κομμάτων και της κοινωνίας θα σου κολλήσουν …τσιρότο κι άντε να το ξεκολλήσεις…
Θάλεια: - ωχ! Εδώ την έχω πατήσει! …θυμάσαι, τότε που οι Ρώσοι στείλανε την πιθηκίνα την Λάϊκα στο Διάστημα; Ε! εγώ συγκινήθηκα τόσο πολύ, που έγραψα το… δίστιχό μου –το δυστυχισμένο- και το έστειλα στην εφημερίδα… λες να μου έχουν κολλήσει το …τσιρότο από τότε και να μη το ξέρω;
Μαρίνα; - ου! Τόσος καιρός από τότε…
Θάλεια: - … λες να μ΄έχουν βαφτίσει …κοκκινοσκουφίτσα; Ω! πω-πω! Θα τρίζουν τα κόκαλα του πατερούλη μου… Ωχ!
Και θα έχουν πικράνει τα μέλια στα ράφια…
Θα φυτρώσουν τα φασόλια στα σακιά τους…
Θα στύψουν τα τυριά τα … ζουμιά τους!
Μαρίνα: - μα ΤΙ λες! Μετά από τόσα χρόνια… δεν κρατάει τίποτε φαγώσιμο!!! Το πολύ-πολύ… μπορεί να έχουν χρησιμοποιήσει … ηχητική παρήχηση και… από το Λάϊκα… να σ΄ έχουν κρυφοβαφτίσει …λαϊκιά! Ουφ! Τι να πω κι εγώ!
Θάλεια: - …ά! Αυτό, …μου αρέσει! Δεν έχουμε… λαϊκή αγορά; … λαϊκό πανηγύρι… Λαϊκή Τέχνη… Λαϊκό μέτωπο… Α! …λαϊκή μύτη…
Μαρίνα: - έ, όχι δα! Δεν υπάρχει λαϊκή μύτη!...
Θάλεια: - … υπάρχει και παρα-υπάρχει. Όποιος ανακατεύεται με τα λαϊκά και χώνει τη μύτη του παντού, πώς θα την ονομάσουμε αυτή τη μύτη;;!!! Για πες μου!
Μαρίνα: - χιούμορ που το έχεις παιδί μου! Μα… δεν απέχεις και πολύ… Όσοι τροβαδούροι τραγουδούν τα βάσανα του κοσμάκη… λαϊκοί τραγουδιστές δεν λέγονται; Μερικούς, μάλιστα, όταν πεθάνουν… τους πληρώνει ο… λαός!
Θάλεια: - ναι, και τους βγάζουν σε… λαϊκό προσκύνημα!
Τότε, μπορώ κι εγώ να λέγομαι Λαϊκή Ποιήτρια! Συμφωνείς;
Μαρίνα: - (γελώντας) … μπορούμε να το κάνουμε λίγο πιο πρωτότυπο και να το πούμε… Λαϊκή Βαθυ-αναστεναντζού!
Θάλεια: - (χαρούμενη)-Πώς με νοιώθεις! Πώς με καταλαβαίνεις! Τι! Όλο τις ίδιες και τις ίδιες λέξεις θα κοπανάμε; Ου!!! Μου αρέσεις! Και σκέψου, ακόμη δεν σου διάβασα για τον Τρογαδούρο μου!
Μαρίνα: - Τ ρ ο β α δ ο ύ ρ ο ς, βρε Θάλεια! Τροβαδούρος!
Θάλεια: - Τρογαδούρος το έχω συνηθίσει! Κι ότι συνηθίσει ο λαός, μένει και κολλάει! Άκουσέ με, λοιπόν:
Όταν τον βλέπω στη σκηνή
ποιήματα ν΄ απαγγέλει,
πόσο βαθιά με συγκινεί
του Αλεξάνδρου η φωνή
πούναι γλυκιά σαν μέλι!
Μαρίνα: - … μήπως είναι … μελισσοκόμος, ο Τρο…γαδούρος σου;
Θάλεια: …( σσσουτ! Ντέλι έχει…)
… Δία τον βλέπω, αψηλό, στα σύννεφα η λαλιά του,
γίνεται κύμα στο γιαλό,
γίνομαι αγέρι και φιλώ
τα κατσαρά μαλλιά του. –σου άρεσε;;;;;;;;;;;
Μαρίνα: - …μα αυτός δεν είναι ένας απλός Τρο…γαδούρος. Αυτός είναι Θεϊκή ενσάρκωση, συνδυασμός που θυμίζει Απόλλωνα κιθαρωδό!
Θάλεια: - όχι Απόλλωνα! Μου θυμίζει ποδοσφαιρική ομάδα… κι έφαγαν τρία την περασμένη εβδομάδα… ΔΙΑ, του αρέσει να τον λένε! … και πώς τον κοιτάνε όλες οι γυναίκες!!! Μμμμ! Τις βλέπω και θυμώνω!
Μαρίνα: - …δηλαδή, είσαι διπλά ερωτευμένη: με το Δία τον συννεφοκράτορα… και τον Αλέξανδρο… το εστιάτορα! Πολλαπλή η προσωπικότης!
Θάλεια: - όχι και εστιάτορας! Τουλάχιστον όχι ακόμη… Ένα Ντέλι μικρό έχει… κι όταν μάλιστα έχει τις εμπνεύσεις του και κρύβεται στη γωνία για να γράφει… του στέλνω τον υπάλληλο να τον βοηθάει… μαζί και κάτι πραγματάκια… μα του λέω να μη λέει ότι είναι από το δικό μου μπακάλικο!!!
Μαρίνα: - μα θυσιάζεσαι γι αυτόν κι αυτός δεν το ξέρει ; !!!!!!!!
Θάλεια: - Αμέ! …Γοργόνα θα γίνω για χάρη του!
Κρασί παλαιό στο κελάρι του.
Βουλίτσα στο …. μουσάτο σαγόνι του…
Κληματαριά! Να κρεμαστώ στο …μπαλκόνι του!
Μαρίνα: - Ω! Τι λυρισμός! Τι αισθαντική ποιήτρια που είσαι! Πώς θα μπορέσω να σε πείσω πως έχεις φλέβα … ας πούμε… όχι λαϊκιά; Να! Κοίτα!
Θα σου διαβάσω από τα γραπτά που μου έφερε κιόλας ένας άλλος ποιητής, νωρίτερα. Αν και δεν επιτρέπεται, μα έτσι κι αυτός, έχει τόσο δυνατά αισθήματα όταν γράφει… (παίρνει ένα χαρτί στην τύχη… και διαβάζει:)
… Φέτα καρπούζι έκοψα
τα δόντια στο κορμί σου,
μαύροι οι καρπουζόσποροι,
πιο μαύρη η σιωπή σου…
Θάλεια: -Αχ! Φωτιά στα μελίγγια μου!
Μαρίνα: (συνεχίζει) … φίλησα τριαντάφυλλο,
τ΄ άφησα στο σκαλί σου,
τα φύλλα μαραθήκανε,
σκόρπισαν στην αυλή σου!
Θάλεια; - αχ! Φαγούρα στη σπάλα μου!
Μαρίνα: (απτόητη…)
… στους δρόμους νύχτα σεργιανώ να σ΄ έβρω στο σκοτάδι,
Τσέλιγκας που του στέρησαν φλογέρα και… κοπάδι.
Θάλεια: -Αααχ! Ανατριχίλα, π΄ αρχίζει από δω πάνω… απ΄τις τρίχες του κεφαλιού μου… και προχωρεί… και προχωρεί… μέσα από το μεδούλι μου… μέχρι την άκρη του μεγάλου μου δαχτύλου! Για πες μου, δασκαλίτσα μου: πώς είναι; περίγραψέ μου τον: ή μάλλον να σου λέω εγώ!
…αψηλός , και λιγνός
σαν κολόνα Παρθενώνα! Μάτια αστραποβόλα, …ξερνούν πολυβόλα…
Μύτη αετίσια κι όσφρηση …γατίσια!
Δόντια μαργαριτάρια… που σπάζουνε λιθάρια!
Χείλη μελιστάλαχτα, σαν …μύδια από την θάλαττα!


Μαρίνα: -Θάλεια! Σου θόλωσε ο νους και σερνικό γυρεύεις;(γελάει ασταμάτητα)
Θάλεια: - πες μου, Δασκαλίτσα μου, δεν είναι ο καλός μου ο πιο όμορφος λεβεντονιός;
Μαρίνα: - Αχ! …θα λυθεί ο αφαλός μου από τα γέλια…
Θάλεια: - …έλα! Μη με βασανίζεις άλλο! Τον είδες! Δεν τον είδες; έτσι ίδια γράφει και ο καλός μου!
Μαρίνα : - … να πάρω βαθιά αναπνοή! …τι εννοείς ίδια! αυτός, ο …ετούτος, δεν νομίζω… μπορεί και να το… έκλεψε από άλλον… για να μοιάζει όπως γράφει και ο καλός σου… δηλαδή αυτόν που έχεις στο μυαλό σου!
Θάλεια: - …καλέ, όχι μόνο στο μυαλό μου! Παντού μου! Όπου και να με …ψάξεις… Όσο για να το έκλεψε από άλλον, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ! Ο καλός μου, μόνο αυτό δεν κάνε... χμ… μπορεί να του αρέσουν κάποιου …άλλου απ΄ αυτούς που διαβάζει… - γιατί, ξέρεις διαβάζει πολύ…- και να τα δανείστηκε…

Μαρίνα: - και μετά, …τα υιοθέτησε, έτσι;!
Θάλεια: - …να τα υιοθετήσει; μμμμπορεί, μα να τα κλέψει; Ουδέποτε! ΠΟΤΕ!
Μαρίνα: - Στάσου κυρία …λαϊκιά μου πιθηκίνα!...
Θάλεια: - (απότομα) Α! Α! Εδώ θα τα χαλάσουμε!
…με τα εδώ και με τα …κείνα…
Αν με νομίζεις λαϊκή κυρία πιθηκίνα,
Εσύ, που πριν μου έλεγες για μύθους και για τέρατα
Και να πιστέψω ήθελες τον Δία νάχει κέρατα…
Νομίζεις πως σε πίστεψα; νομίζεις πως μασάω
Σαν μια κατσίκα πούχαμε…!!!
…άκουσε ΠΟΥ το πάω:
Αν …σκύλα ήταν η Λάϊκα, κι εσύ ΑΝ λες αλήθεια,
Εγώ, ποτέ δεν τάχαψα Ρώσικα παραμύθια!
Όταν ο στόμαχος πεινά, κουκιά αν του… σερβίρουν,
Οι πεινασμένοι, θα τα φάνε …, στο πλάι τους θα γείρουν
και… πέσμου, εσύ, δασκάλα μου, πούχεις πολλή τη γνώση
ψωμάκι στο φτωχό λαό, ποιος νοιάζεται να δώσει;
Μαρίνα: - …ω! πωπώωωω φόρα, Θάλεια μου!

Θάλεια: - … τι φόρα, κυρ Δασκάλα!
Εσύ, που τόσο σπούδαξες, κι είσαι στη πάνω σκάλα,
δεν ξέρεις πως ο πίθηκος μούρη ανθρώπου έχει
κι όταν το λέει ο λαός, η γνώμη του αντέχει!
Κάνει τους θρύλους όνειρα κι η πίστη του μεγάλη
Αρκεί να… ψήνει κάστανα και μήλα στο… μαγκάλι!
Μαρίνα: - …μμμ, νάξερες τι μου θύμησες! Νάξερες πού με πήγες!
Θάλεια: - … στ΄άνθη του …κήπου, … μέλισσες, μα κι αλογίσιες μύγες!
…άσε με τώρα να σου πω, προτού να το ξεχάσω
και πριν άλλη συζήτηση για … Τρογαδούρο πιάσω…
Ο ΣΤΟΜΑΧΟς ΚΙ Ο ΕΡΩΤΑς είναι καημός μεγάλος!
Στενό …παπούτσι και τα δυο, που κυβερνάει ο… κάλος!
Εγώ; στα δάχτυλα πουλιά, πούπουλα στην αγκάλη!
Στη σκέψη; ο Τρογαδούρος μου πόδο στο ανθογυάλι!
Κι αν… καταφέρεις σύντομα εγώ να τον κερδίσω,
Όλο μου το μπακάλικο στα πόδια σου θ΄αφήσω!
Μαρίνα: - Θε μου! Ανεμοστρόβιλος! Θύελλα στο κεφάλι!
Τραντάζετ΄ από έρωτα η κόρη του μπακάλη!
Θάλεια: - Στάσου βρε δασκαλίτσα μου! Τι τάμα να σου δώσω,
Πριν κάποια άλλη πεταχτεί, ΕΓΩ να τον γραπώσω!
Κι άλλωστε, μέσ΄ στους μύθους σου που ξέρεις με λατρεία
Για μιας Ελένης το… βρακί, βρεθήκαμε στην Τροία!
Μαρίνα: - Ωπ-ωπ-ώπ! Παρακαλώ! Σταμάτα!
…θα μπλέξουμε τα… μπούτια μας!

Αυτό; Καυτή πατάτα!
Στη χούφτα δεν αντέχεται, ούτε στην έρμη … γλώσσα
Άντε! Να προχωρήσουμε! Του κυρ-μπακάλη κλώσα!
Θάλεια: - Βλέπεις;
Πού το πας και πού το παίρνεις, στην αγάπη μου με φέρνεις!
Μαρίνα: - Τι να πω βρε Θάλεια! Εδώ… θέλουμε υπερωρίες!!!!
Θάλεια: - … ας είν΄καλά το μαγαζί!
Ο Έρωτας επείγει, από τα νύχια ως τη κορ΄φή
στα δίχτυα του με πνίγει!
Μαρίνα: - Αχ! Αυτός ο έρωτα;! Αυτός ο έρωτας!
(παίρνει ανάσα, απλώνει το χέρι στα χειρόγραφα… κοιτάζει …)
Στάσου, καλέ! Τούτο μου θυμίζει κάποιου άλλου ένα γνωστό ποίημα! Του Κίτσου, νομίζω… για… άκουσέ το!
Στο ποτάμι αγναντεύω τα καράβια να περνούν,
στη στροφή να ξεμακραίνουν και ποτέ να μη γυρνούν…
Θάλεια: - Λάθος έκανες! Του… Κίτσιου; ποιού Κίτσιου! Αυτός είναι ο Τρογαδούρος μου!

Γι΄ αυτόν έχω κάνει το αίμα της καρδιάς μου μελάνι…

Γι΄ αυτόν καταβροχθίζω μισοψημένο το παντεσπάνι,
κι ως που να το χωνέψω
δεν με χωράει φουστάνι…
Μαρίνα: - Μπράβο, Θάλεια! Ο ποιητής που κάνει αυτοκριτική με χιούμορ, σημαίνει πνευματική ευρωστία

…και πρέπει να οραματίζεται!
-… μα, όχι να υπερσιτίζεται!
Άλλωστε, σε γενική εικόνα, οι ποιητές είναι αδύνατοι… φιγούρες που ταυτίζονται με το άγχος τους!
Θάλεια: - …αν εννοείς μ΄αυτό πως οι ποιητές …πεινάνε, διότι η… ποίηση είναι για το νου και όχι για το… στομάχι, ένα έχω να σου πω:
Ας κάνουν άλλη δουλειά την ημέρα, …κι άλλη τη νύχτα! …ο δικός μου, όμως, Δεν έχει ανάγκη! Και λεφτά έχει, και γνωριμίες έχει! (σκερτσόζικα, εννοώντας τον εαυτό της!). Δεν χρειάζεται να… δουλεύει πολύ, διότι η πολλή δουλειά τρώει …την ποίηση! Α! και ανεβάζει την πίεση!
Μαρίνα: - Βρε Θάλεια! Μιλάς λες και είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήρθε και μούφερε τα γραπτά του… Εγώ, βέβαια, τον …είδα, μιλήσαμε… στάσου να σου τον περιγράψω μπας και βρούμε άκρη! Συμπτωματικά ψηλός… και καλοθρεμμένος, με ζωηρά μάτια και φρύδια φουντωτά… μα από μπούκλες; …υποφέρει, Θάλεια μου! Α! στα γρήγορα και κάτι άλλο: το σπουδαιότερο υποθέτω: μου ζήτησε συγγνώμη διότι ήρθε φαφούτης… - μου έφτιαξαν τη μασέλα κοντή και δεν μου μπαίνει!!! Μου είπε, προσπαθώντας να μη του πετάγονται τα… σάλια!!!
Θάλεια: - Δεν μπορεί! Δεν γίνεται! Μη με τρελαίνεις! Αφού θυμάμαι τα ποιήματά του! Αφού θυμάμαι τα …μαργαριταρένια του δόντια!
Μαρίνα: - μιας και μπλέξαμε… μου ορκίζεσαι πως αν σου πω κάτι δεν θα το πεις σε κανένα άλλο;
Θάλεια: - Βεβαίως! ΄Αλλωστε, εμείς οι δυο… την ίδια τέχνη κάνουμε… άρα είμαστε ομότεχνοι! …για λέγε… λέγε μου!
Μαρίνα: -Έχει, λέει, φυλάξει για ενθύμιο τη μασέλα της… πρώτης του φιλενάδας, μα… επειδή έχει κιτρινίσει από τα χρόνια, …δεν τη φοράει πια, και…
Θάλεια: - Σταμάτα! Αποκλείεται να το χωνέψω! Δηλαδή… θες να πεις πως είχε γραία φιλενάδα και του κληρονόμησε τη… α! παπά! Δεν συνεχίζω! Δεν δύναμαι… να διανοηθώ κάτι τέτοιο!!!
Μαρίνα: - Ναι, σου λέω! Έτσι μου είπε. Τώρα που μάζεψε …λίγα ψιλά… πήγε και παράγγειλε καινούρια μασέλα. Μα του την έφτιαξαν λίγο… στερημένη… όπως μου είπε. Έχει μάλιστα γράψει κι ένα ποίημα γι αυτό. Να, κοίτα, δεν ψεύδομαι!
Θάλεια: - (αρπάζει από τα χέρια της όλα τα χειρόγραφα, όρθια, φυλλομετράει…)
Η απονιά του φεγγαριού!
Α! αυτό το ξέρω. Ο Κίτσος σμηνίτης! Αυτό, μοιάζει σαν του….
Μαρίνα: - (της το αρπάζει) Αυτό, μου υπεράρεσε! ( διαβάζει)

Ο Κίτσος Σμηνίτης!
Κίτσιος βουνί ροβόλησε, στην πόλη εθεάθη.
Ο κόσμος τον εζάλισε κι ο Κίτσιος εβουβάθη.
Μα, έλα, ώρα πρωινή, Κίτσιος θυμήθει το… βουνί!
Παίρνει στρατί το τρίστρατο, και ποιος αητός τον φτάνει,
-γιατί στη πόλη οι κορασιές φορούν μισό… φουστάνι…
Αχ! Κάλιο οι βουνοπλαγιές, τα δάση, τα σπαρτά τους,
καλύτερα οι αγέρηδες και τα σφυρίγματά τους…
καλύτερα οι βλαχούλες τους στη βρύση του χωριού τους!
Της πόλης, πούναι η παρθενιά;
ανάκατα γίδια, αρνιά, και μερικούς… τοιούτους!
Στο ίσιωμα, ζαλίστηκεν Κίτσιος ο ερημίτης…
Τώρα, πετάει στα βουνά ανένταχτος… σμηνίτης!
Θάλεια: - (δειλά…) Δασκαλίτσα μου, ξέρεις, αυτό που διαβάζεις, μοιάζει σαν… υιοθετημένο! Βέβαια… δεν παίρνω όρκο… για να δω παρακάτω…
(φυλλομετρά) Γράμμα στον έρωτα! (Αυτό, το ξέρω απέξω κι ανακατωτά:!)
Έρωτα, Θεέ, Σατράπη, που με πέθανες μ΄αγάπη,
Πες μου ποιος θα μ΄ αναστήσει να του δώσω και… μπαξίσι!

Μαρίνα: - ...ο έρωτας δεν είναι θεός! Μα φέρε μου εδώ τα χειρόγραφα! Δεν έπρεπε να σ΄ εμπιστευθώ! Έλα και μη με κάνεις να τρέχω ξοπίσω σου! (κάνει ν΄ανασηκωθεί…)

α! να κι άλλο ένα, έπεσε στη φούστα μου…
Θάλεια: - άστο αυτό… εμένα κινδυνεύει η διανοητική μου ζυγαριά… και συ σκοτίζεσαι για ψιλοπράγματα. (στριφογυρίζει άτσαλα τα χειρόγραφα)
Μαρίνα: - μη τα κρατάς έτσι, καλέ, θα τα τσαλακώσεις! Φέρτα εδώ! Αχ! Κάπως έτσι θάρχισε ο… αγώνας, κάπως έτσι θα δημιουργήθηκε το… λαϊκό μέτωπο…κάπως έτσι θα ξεκίνησε ο …εμφύλιος πόλεμος…
Θάλεια: - …να το! Τούτο! Είναι πια σίγουρο πως αυτός είναι ο …εκείνος μου! Δεν μπορεί να έχει κλέψει κατά γράμμα τούτο το …ιστορικό ποίημα! Πάρτο και διάβασέ το εσύ… εμένα τρέμουν τα πόδια μου τώρα που σιγουρεύτηκα.
( το δίνει στη Μαρίνα.) Διάβασέ το, να δεις πρώτα το μεγαλείο του! Και μετά, χμ! μετά λέμε για την …κιτρινισμένη οδοντο…στιχίδα του!
Μαρίνα: - Η Ελένη και ο Στρατευμένος Ίππος.
Για κάποια Σπαρτιάτισσα ονόματι Ελένη
Λόγος πολύς εγράφτηκεν! Ο Ευρώτας δεν τον πλένει!
Όλοι ωραιοποίησαν την δήθεν αρπαγή της
Μέχρι την Τροία έφτασαν, ΄τι ντρόπιασε τη γη της!
Έτσι η Ιλιάδα γράφτηκε, κι η Οδύσσεια για τούτα
Διότι η Λενιώ αρέσκοταν να τρώει ξινά τα φρούτα…
Παρ΄ όλο που δεν ξεύρουνε μ΄ ακρίβεια τι συνέβη
η φήμη αυτής της άπιστης αιώνια βασιλεύει…
Κι όλοι οι εκκολαπτόμενοι του στίχου ποιητάδες
υμνούν τ΄ αρχαίο κεράτωμα και τις περικοκλάδες,
κρυφίως βαυκαλίζονται τη δόξα του Ομήρου
και τ΄ όνομά τους γράφουνε στα βάθη του απείρου…
Εγώ, στην Ελενάρα μου τόχω ξεκαθαρίσει:
ΑΝ ξένα αχλάδια προτιμά,
Φούρνος να μη καπνίσει!!!
Θάλεια: - Είδες παιδί μου έμπνευση! Είδες πώς δένεται με το λαό του και του αγγίζει τον παλμό! …είδες τι λέει για μια κάποια Ελένη –που έτσι και την ήξερα
ποια είναι, θα της έβγαζα τις τρίχες μια-μια… δεν πειράζει! Μία γυνή λιγότερη…
Μαρίνα: - μα… εσένα δεν σε απάτησε! Η μια κάποια Ελένη μπορεί να είναι και φανταστικό όνομα..
Θάλεια: - Φανταστικό ή …ποιητικό. Δέκα τέτοιες Ελένες τις βγάζω νοκ-άουτ! Γι΄ αυτόν, την περούκα με τις μπούκλες που φοράει… και την κιτρινιασμένη μασέλα της γρια-μούμιας… πώς τα εξηγείς;
Μαρίνα: - να, εδώ είναι το ιστορικό της γηραιάς κυρίας:
Θάλεια: - … σιχαμάρες δεν διαβάζω! Λίγη …περιέργεια έχω… θα κάνω υπομονή!
Μαρίνα: - Μαρσέλα
Μια κυρία, η Μαρσέλα, απ΄του Νείλου τα… χωράφια
-που φημίζονται στο κόσμο για των Φαραώ παλάτια-
των νεκρών αρχαιολόγος, ερευνήτρια του Φάρου
πούμοιαζε σαν νάχει μέσον στον κατάλογο του Χάρου,
τα καλλυντικά της νιότης -της δικής μας Κλεοπάτρας-,
έφερε τις συνταγές της στα προάστια της Πάτρας!
Τύχη αγαθή, δική μου, τη συνάντησα ένα βράδυ,
κόκκινα τα μάγουλά της, πρόσωπο δίχως ψεγάδι…
δαχτυλίδι σκαραβαίο, βόστρυχοι μαύρα μαλλιά…
στο παγκάκι αγκαλιασμένοι μοιραζόμαστε φιλιά…
πήγαμε σε ταβερνούλα, …μακαρόνια με γαρίδες…
συγκινήθηκε η κυρία, μπλουμ στο πιάτο οι βλεφαρίδες…
κι ως γαρίς στριμώχτει σφόδρα στων δοντιών τις… ρεματιές,
-εγώ έκρυβα με τρόπο της τρομάρας τις ματιές…-
Η …μαμούθ-κυρά-Μαρσέλα βγάζει τα λευκά της δόντια
να τα …πλύνει στην πιατέλα!!!
Ζήτησα άδεια για να τρέξω κατά την ακρογιαλιά,
Το στομάχι μου ν΄ αδειάσω στου τσιμέντου τα σκαλιά…
Κι ως ακούω τη φωνή της: -…πλήρωσα λογαριασμό!
Μη σε νοιάζει, ποιητή μου! Τώρα έχουμε δεσμό!
Κράτησε κάποια φεγγάρια… πάντα πλήρωνε αυτή.
(μόνο ήθελε τη σχέση στο κοινό μη μαθευτεί).
Κι έτσι, ο καιρός περνούσε… , μα θυμήθηκε κι ο Χάρος
να μειώσει την ταρίφα και της συντροφιάς το βάρος…
και την πήρε μες τη νύχτα τη φτωχή μου τη Μαρσέλα
που μου άφησε ενθύμιο τη λευκή της τη μασέλα…
Θάλεια: - Τι τρομερή απογοήτευση! Τι κεραμιδοπέσιμο!!!!!!
Αυτό, δεν είναι απάτη μόνο σε μένα, είναι και στο λαό, τον λαό του! Που τον λατρεύει, τον ακολουθεί,… τον ζηλεύει! Αχ! Αυτά, πώς τα δικαιολογείς;
Μαρίνα: - (έτοιμη να ξεσπάσει…)
Ε! Θάλειά μου! Δεν είναι ο μόνος!
Προχτές, έγραφαν οι εφημερίδες πως μια καλλίγραμμη δημοσιογράφος, που δεν … καταδεχόταν τους θνητούς μας… βγήκε τελικά ραντεβού μ΄ ένα δυναμικό υπουργό… πήγαν στο διαμέρισμά του, πήγε ο άνθρωπος να φρεσκαριστεί ή ότι άλλο… ξάπλωσε η κούκλα, κι όταν γύρισε ο δύστυχος… ΤΕΖΑ! Τέζα, σου λέω! Δεν άντεξε!
Θάλεια: - …ήταν γέρος;
Μαρίνα: - Όχι, παιδί μου! Η …καλλίγραμμη, είχε αφήσει πάνω στη πολυθρόνα τα πρόσθετα… οπίσθια… (αγορασμένα προφανώς από του Φρέντρικς) … τα ενισχυμένα στήθη της πεταμένα στο πάτωμα… κι αυτός, νόμισε ότι κάποιος την κατακρεούργησε!...
Θάλεια: - … και πάει ο ανθρωπάκος! Κρίμα στους τίτλους! Κρίμα στις σπουδές!
Πωπώ, ρεζιλίκι, Θε μου! Σκέψου να συμβεί κάτι τέτοιο και στον αγαπημένο μου Τρογαδούρο! Να πάει να φιλήσει και να του βγουν οι μασέλες!!! Αχ! Και πάλι αχ!
… να σκύψει για κάτι… και να του ξεκολλήσουν οι… μπούκλες του! Ατιμωτικόν! …αντι-ποιητικόν!!!!!!!
Μαρίνα: - Ω! Συμφορά της …Εκάβης!
Θάλεια: - …ποια είναι πάλι αυτή! Δασκάλα! Δεν αντέχω σε άλλες συγκινήσεις! Φτάνει πια! Ω! τον καλό μου! Τον γλυκούλη μου! Σε τι απελπισία θα βρίσκεται!
Ευτυχώς, ό,τι έχω… (δείχνει τις γραμμές της…) είναι δικά μου!!!
Τίποτα το ψεύτικο! Ούτε επάνω μου, ούτε και στο …μπακαλικάκι μου!
Αχ! Θεούλη μου, αχ! πατερούλη μου, … σας ευχαριστώ! Μεγάλο πράμμα να μπορείς να βοηθάς τους μη …έχοντες! Τον γλυκούλη μου! Σε τι απελπισία θα βρίσκεται!
Δασκάλα μου: πρέπει να φύγω τώρα! Ίσα-ίσα που προφταίνω να τηλεφωνήσω στον τσουλουφο-φυτευτή –ξέρεις το γιατρό των φαλακρών… ακόμη να… του προσφέρω μερικά τσουλούφια από τα δικά μου να φυτέψει στο κρανίο του Τρογαδούρου μου! Ω! το ίνδαλμά μου! Πρέπει να κάνω αυτή τη θυσία για χάρη του. Ας είναι καλά το μπακάλικο που πληρώνει τ΄ απρόοπτα έξοδα!
Αυτά, είναι δικά σου! Μη μετράς τώρα, αργότερα. Δασκαλίτσα μου, θα σε δω την άλλη Τετάρτη στις πέντε. Εντάξει;
Μαρίνα: - Μα… δώσε μου τα χειρόγραφα! Θα με βάλεις σε πολύ δύσκολη θέση! Παλαβή! Τι δικαιολογία να του πω αν έλθει αύριο!
Θάλεια: - Εσύ, είσαι πιο μορφωμένη… θα βρεις λόγια… Εγώ, θέλω να βγάλω φωτο…τοπίες!

Να πάω να τα ευχελεήσω!... και… άλλαξέ μου την ώρα। Βάλε τον μετά από μένα… μπορεί να τον συγκινήσω και να μείνουμε… αργά!

Άλλωστε, εγώ, δεν χρειάζομαι πρόσθετα… έχω, δες, όλα τα ελέη…


Μαρίνα: - Αχ! Θάλεια! Θάλεια! Μπελά που μούφερες! Άντε, Στο καλό!!!
ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Φίλοι μου,
αν είστε ...ανυπόμονοι και πολυάσχολοι όπως εγώ,
θα σας δώσω το διήγημα δίχως συνέχειες....................
κι όποτε θέλετε και μπορείτε, θα χαρώ να το διαβάσετε!!!


(ελληνο-αμερικανικό διήγημα της Υιώτας Στρατή)
http://astoriani.blogspot.com
e-mail: yiotas@optonline.net

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

-Χριστέ μου, κάνε τ’ όνειρο θαύμα γι’ αυτό το βράδυ, είπε η Νόρα, δίχως να είναι σίγουρη πως θ’ άκουγε ο Χριστός την παράκλησή της απόψε, παραμονή της Γέννησής Του. Μάλιστα, ούτε που θυμόταν εάν την είπε δυνατά ή από μέσα της, έτσι όπως ήταν ναρκωμένη στην πολυθρόνα από την ευεργετική ζεστασιά της γερασμένης φωτιάς που ξεψυχούσε αφρόντιστη. Εκείνη η αναπάντεχη φθινοπωρινή βροχή ένα μήνα πριν -όταν κατέβαινε τις σκάλες του τραίνου- την είχε στείλει για μέρες στο νοσοκομείο. Καλά που η ασφάλιση της κάλυψε μια γερή αναρρωτική άδεια κι έμεινε στο σπίτι, παγωμένες μέρες όπως αυτές.
Η Νόρα προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί.
-Αν δεν κινηθείς, κυρά μου, θα πιαστείς ολόκληρη, μονολόγησε।
Οι λέξεις έβγαιναν κουρασμένες από το στέρνο της καθώς έσκυβε τρίβοντας υπομονετικά τις σκουριασμένες κλειδώσεις των ποδιών της. Μετά, σαν αυτόματο, αναστήλωσε το κορμί και άπλωσε με δυσκολία τα χέρια. Έμοιαζε χτυπημένο θαλασσοπούλι σε αφιλόξενη ακτή.
-Αχ! Αυτός ο σφάχτης, ο αφόρητος. Οι ώμοι δεν μ’ αντέχουνε, τα πόδια δεν κρατάνε. Αλλά τι! Δεν τσάκισα τότε που γκρεμίστηκε ο κόσμος γύρω μου, τώρα θα λυγίσω;
Κοιτάχτηκε στον παμπάλαιο καθρέφτη κι ίσιωσε λίγο τα μαλλιά της. Της άρεσε η εικόνα που της έδειξε. Χαμογέλασε στη διαπίστωση αν και κάπου-κάπου, την θύμωνε.
–Αυτός ο ζαρωμένος καθρέφτης, σε ξεγελάει, κι εσύ, χαζή, κουβαλάς τον δίδυμο εαυτό σου ωραιοποιημένο, για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι την μοναξιά σου στις ατέλειωτες ώρες της εγκατάλειψης.
Σιδηρόδρομος γινόταν ο μονόλογος। Γενικά, δεν ήθελε να μιλάει σε κανένα για τον εαυτό της. Φιλική, με όλους, μα σε απόσταση, είτε γυναίκες είτε άνδρες. Μονόχνοτη κατ’ ανάγκην. Ακόμη και τα τρία καναρίνια της -με θέα στο παράθυρο του νοτιά, μόνο όταν δεν την έβλεπαν ελευθέρωναν τα τραγούδια τους. Είχε μια ζωή δίχως μεγάλα γεγονότα, δίχως σημαντικές ευκαιρίες. Ίσως να μη τις έβλεπε όταν παρουσιάζονταν, ίσως να μην ήθελε να τις αναγνωρίσει. Ό,τι ήθελε να πει, το συζητούσε στο αντίγραφό της, στον καθρέφτη κι έδινε την ανάλογη ερμηνεία, την ποθητή τροχιά. Γι’ αυτό αναρωτήθηκε γιατί της ήρθε να ευχηθεί απόψε:
«-Χριστέ μου, κάνε τ’ όνειρο θαύμα γι’ αυτό το βράδυ…»
Κάθε χρονιά, έκανε την ίδια ευχή. Η μνήμη της την είχε αποστηθίσει και την επαναλάμβανε σαν κουρντισμένο ρολόι κάθε παραμονή των Χριστουγέννων. Υπομονετικά, περίμενε ένα ολόκληρο χρόνο, για να διαπιστώσει τι; την πορεία του Τίποτα; Εξασθενισμένο, πλέον, το παλιό όνειρο. Μα η πίκρα; Πότε θ’ άδειαζε η πίκρα της προδοσίας; Ο παλαιός, ζαρωμένος καθρέφτης δεν της απαντούσε…
Ρίγησε στις αναμνήσεις των εύπλαστων χρόνων της. Αυτή η νύχτα τις επέστρεφε το ίδιο δυνατές, με όλα τα κατάλοιπα της καταστροφικότητας: την πύρινη εικόνα του αρραβωνιαστικού της και της μικρής της αδελφής. Εκείνη κι εκείνος. Εκείνος κι εκείνη. Άσχετα ποιο πρόσωπο εμφανιζόταν πρώτα, ευτυχισμένο, ειρωνικό ή χαιρέκακο. Μαζί, πάντα και τα δύο, κάνοντας την ζωή της αφόρητη. Όταν δε, ήρθε και το μωρό τους –ο σπόρος της απιστίας τους- ανήμερα την νύχτα της Παραμονής… Όχι, δεν ήταν, πλέον, εύκολο να σβήσουν τα σημάδια από τις οικείες μαχαιριές.
Ποτέ της δεν κατάλαβε από ποια αστείρευτη πηγή έτρεχαν τόσα δάκρυα ακόμη και ώρες που δεν υπήρχε αιτία σοβαρή. Τότε, η μόνη της λύση ήταν η δραπέτευση. Όσο μακρύτερα πήγαινε, τόσο το καλύτερο γι’ αυτήν. Έφυγε για τη μεγάλη χώρα, να χαθεί στην πανσπερμία, σβήνοντας μαζί και την ημερομηνία της Επιστροφής. Ευτυχώς, που με τα χρόνια, οι κρουνοί των δακρύων κάπως άδειασαν.
Άφησε το καθιστικό με το ευεργετικό τζάκι και διασχίζοντας το σαλόνι, κατευθύνθηκε στο βορινό παράθυρο. Το χιόνι, ήθελε τούτα τα Χριστούγεννα ολόλευκα και τη βελανιδιά τής μπροστινής αυλής της αμίλητη μέσα στην ησυχία ν’ απλώνει τις ξυλιασμένες παλάμες της στις χιονονιφάδες.
Η απόφαση να πάρει αυτό το σπίτι ήταν η πιο καλή της. Λίγο μικρό, μα για ποιον μεγαλύτερο; Η μοναξιά μπορεί και γεμίζει όλους τους χώρους.
Καλύτερα μικρό. Η Νόρα αυτό το γνώριζε πολύ καλά. Στην πραγματικότητα, η βελανιδιά ήταν εκείνη που την έκανε να χρεωθεί και να το αγοράσει. Φυσικά, στο πατρικό της, η γέρικη βελανιδιά δεν είχε ποτέ φιλοξενήσει τόσο χιόνι στ’ αρχοντο-κλαδά της, όμως στις νύχτες του βοριά χόρευε ευλύγιστα τα τρυφερά όνειρα της Νόρας.
Οι παλιές αναμνήσεις ήδη έβραζαν…
-Μου έκλεψαν την ίδια την ζωή! ψιθύρισε και χτένιζε με το βλέμμα τον δρόμο δίχως να βλέπει τίποτα. Στο βάθος των ματιών, η χαραγμένη εικόνα εκείνου κι εκείνης ολοζώντανη κι ας της ήταν ξένοι πλέον, μετά από τόσα χρόνια εθελοντικής απομάκρυνσης.
-Άραγε, πως να μοιάζουν τώρα; Διερωτήθηκε. Και το μωρό του ΄70; Θα έχει γίνει άντρας!
Θα ήθελε να ήξερε τίνος μοιάζει, τουλάχιστον. Θα τον ήθελε να μοιάζει του πατέρα της.
Η μάνα τους, έσβησε στη γέννα της μικρής αδερφής. Αυτή και ο πατέρας την ανάθρεψαν, «-γι’ αυτό μας βγήκε και κακομαθημένη… » Στα αφτιά της, κατακάθαρη η φωνή του πατέρα.
-Μη τη συνερίζεσαι τη μικρή. Βλέπεις, δεν γνώρισε καθόλου την μάνα της, εσύ είσαι άλλο, είσαι η δυνατή, της έλεγε συχνά.
Ασυναίσθητα, με τις πικρές αναμνήσεις, χάιδεψε το προτελευταίο δάχτυλο του αριστερού της χεριού.
-Εδώ, θα μπορούσε να ήταν το δαχτυλίδι που εικοσιπέντε χρόνια πριν, μου είχε προσφέρει εκείνος… Το δαχτυλίδι που θα λαμπίριζε σαν το Άστρο με τα πολύχρωμα φωτάκια των Χριστουγέννων… όχι να μένει άδειο, τόσα χρόνια… κι αυτά τα δάχτυλα, θα μπορούσαν να γίνουν σπαθιά ατσαλένια και να πάρουν το δίκιο μου πίσω… Ανάσανε βαριά, ακόμη άγριο θηρίο…
-Ας συγχωράνε όλοι, την πρόωρα φουσκωμένη κοιλιά της μικρής αδερφής. Έπρεπε να του δώσω πίσω το δαχτυλίδι. Έπρεπε, για την τιμή του σπιτιού, για την αξιοπρέπεια του πατέρα, για την μνήμη της μάνας. Έπρεπε, για τον Γολγοθά τον δικό μου.
Η Νόρα πάλι μονολογούσε. Ήθελε να ρίξει γροθιά στο παγωμένο τζάμι. Άρχισε να εκνευρίζεται μ’ όλες τούτες τις σκέψεις που επέπλεαν πάλι απόψε σαν φύκια σε ταραγμένη θάλασσα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Ήταν κάποιες άλλες φορές, που δικαιολογούσε την απειρία της μικρής αδελφής της.
-Τη μικρή, τώρα με τα χρόνια, κάπως την καταλαβαίνω. Εκείνον όμως; Αφού τον έβλεπα τα καλοκαίρια, σαν ξάπλωνε στην ακρογιαλιά να ηλιάσει το κορμί του, το πως γλυκο-χαριεντιζόταν με τις φίλες μου… Πώς πίστευα ότι την αδερφή μου θα την άφηνε; Με βρήκε πολύ εύπιστη, πολύ βολική. Ίσως, ίσως γι’ αυτό και με αρραβωνιάστηκε, να του καλύπτω την ματαιοδοξία του. Εκμεταλλεύτηκε ό,τι καλύτερο είχα. Την πίστη στην αγάπη. Την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.
Η πρώτη αγάπη, όλοι το λένε, είναι τυφλή, μα ποιος νέος το παραδέχεται. Αμφιβάλλω αν η αδερφή μου θα τον συμμόρφωσε…
Από τον μονόλογο, η άχνα της έβγαινε καυτή και ίδρωνε το τζάμι. Με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο πρεβάζι του παραθύρου, συνέχιζε να κοιτάζει τον κάτασπρο δρόμο. Ένας απροσδόκητος αγέρας βάλθηκε να στροβιλίζει γρηγορότερα τις νιφάδες. Οι παλάμες της βελανιδιάς άρχισαν να συμμετέχουν στο χορό, τινάζοντας στο έδαφος το εύθραυστο φορτίο τους. Τα μάτια της Νόρας τις ακολουθούσαν μαγνητισμένα, μέχρι που δύο ξασπρισμένες φιγούρες στο απέναντι πεζοδρόμιο, απορρόφησαν όλη την προσοχή της.
-Τρελός παπάς θα τους βάφτισε, αν δεν είναι μεθυσμένοι. Τι πάθανε και χτυπάνε την ξένη πόρτα, δώδεκα και η ώρα… Θ’ ανοίξει να τους αρπάξει ο Κολομπιάνος και τι θα γίνει εδώ απόψε…
Έκπληκτη, τους είδε να κοιτούν κατά τη δική της μεριά και βουτώντας μέσα στο χιόνι, ν’ ανεβαίνουν τρεκλίζοντας τα δικά της σκαλιά. Μισανοίγοντας το παράθυρο,
-Ποιον ζητάτε; τους ρώτησε σιγά, για να μη ξυπνήσει τους γέρους γείτονές της.
-Την κυρία Νόρα Περούζη θέλουμε, αν έχει ακόμη το ίδιο όνομα. Είναι κάτι σοβαρό… πολύ σοβαρό. Δεν είμαστε τρελοί να γυρίζουμε έξω, νύχτα σαν κι αυτή, απάντησε ο πιο εύσωμος.
-Οι Έλληνες, εδώ, είναι κάμποσο τρελοί, μα εσείς δεν δείχνετε για κάτι τέτοιο. Ναι, εγώ είμαι, τους είπε, ενώ καθώς τους περιεργάστηκε στο φως, έμεινε έκπληκτη. Τους άνοιξε την πρώτη πόρτα, σαστισμένη. –Μα, εσύ, είσαι ο κουμπάρος… ο… Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα.
-Ναι, είναι ο νουνός μου… της είπε ο νεαρός που έμοιαζε με τον πατέρα της στις νεανικές φωτογραφίες του. Εγώ, είμαι ο γιος της αδελφής σας, συνέχισε τινάζοντας έξω το χιόνι από πάνω του όπως το πουλάρι που τίναζε την σκόνη απ’ τη χαίτη του.
-Το ταξί μάς περιμένει παρακάτω. Δεν εύρισκε χώρο να σταθεί ενώ εμείς σας ψάχναμε, της διευκρίνισε ο κουμπάρος, τρίβοντας γρήγορα τα χέρια του για να ζεσταθούν. Κάτι πήγε να ρωτήσει η Νόρα, μα δεν ήξερε από που να αρχίσει.
-Θεία, βάλε μπότες ψηλές, το χιόνι είναι δύο πιθαμές, τυλίξου καλά. Τα άλλα, τα λέμε στο δρόμο.
«Θεία»! Η προσφώνηση ακούστηκε σαν κανονιά στ’ αυτιά της. Αυτός ο νέος της μιλούσε φυσικά, με άνεση, λες και την είχε δει και χθες, και προχθές… Στη γωνία έχασκαν οι μπότες της, μα ούτε τις έβλεπε. Πήρε βαθιά ανάσα να συνεφέρει τον εαυτό της για να ετοιμαστεί. Δεν κατάλαβε πως άρπαξε κι ένα τσουρέκι για την κρύα διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο.
-Πάμε, τους είπε τελικά, βγάζοντας τα κλειδιά για να κλειδώσει.
Χιονοστιβάδες κυλούσαν τα γεγονότα που της εξιστορούσαν στο ταξί, αν και σε ανακατεμένες δόσεις... Η καρδιά της, συμπλήρωνε τα κενά. Στιγμές-στιγμές, ήθελε ν’ ανοίξει την πόρτα του ταξί και να πηδήξει έξω, να χαθεί στο παγωμένο δρόμο. Το σπουδαιότερο όμως, ήταν να σταματήσει να βλέπει στα μάτια του ανιψιού της τα μάτια του πατέρα της, απαράλλαχτα όπως ήταν όταν της ζητούσαν την βοήθειά της…
-Θεία, εντάξει, δεν είχαν ιδανικό γάμο οι δικοί μου, κι αν κράτησε ως τώρα, είναι από την υπομονή της μαμάς. Μα αν δεις τώρα τον πατέρα, δεν θα τον αναγνωρίσεις. Άσε που πιστεύει πως η κατάσταση της μαμάς έγινε εξ αιτίας του… Ξέρεις, πούλησε εκείνο το μεγάλο χτήμα για να μας φέρει όλους εδώ και να της προσφέρει ό,τι είναι δυνατόν, για να την κάνει καλά. Ήδη, το ένα νεφρό της το αφαίρεσαν, για το άλλο, μάλλον θα χρειαστεί μεταμόσχευση… Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση, μα ας ελπίζουμε, Θεία, κακό δεν κάνει η ελπίδα, της είπε ο νέος με τρέμουλο φωνής.
-Θεέ μου, υπάρχουν κι άλλες ζωές ραγισμένες, σκέφτηκε η Νόρα κρύβοντας τις κραυγές που κόχλαζαν στα βάθη τού είναι της. Άπλωσε το χέρι της κι ακούμπησε το δικό του.
-Κοίτα, να, φτάσαμε στο νοσοκομείο, καλά μας έφερε ο ταξιτζής , είπε ο κουμπάρος.

Αντικρίζοντας την μισο-ναρκωμένη αδελφή της στο κάτασπρο κρεβάτι, η Νόρα ξανάφερε την αξεθώριαστη εικόνα της μάνας τους, τότε, στην μοιραία γέννα. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι και τ’ ακούμπησε στο χέρι της αδελφής της. Με ρίγος διαπίστωσε πόσο έμοιαζαν αυτές οι δύο εικόνες.
-Ω! Χριστέ, που γεννιέσαι κάθε χρόνο, δίχως να το μετανιώνεις, κάνε το θαύμα σου, μουρμούρισε, απορροφημένη στην τρομερή ανάμνηση. Τα μάτια της έκαιγαν, μα δάκρυ δεν κύλησε.
-Μόνο αν ταιριάξει το δικό σου νεφρό, κι αν, βέβαια, εσύ θελήσεις να συμβάλλεις στο θαύμα.
Η Νόρα γύρισε έντρομη, μαγνητισμένη στο άκουσμα της φωνής του.
Ήταν δυνατόν, να τον προσπέρασε στο διάδρομο χωρίς να τον αναγνωρίσει; Απότομα απέσυρε το χέρι της από την αδερφή της, μα δεν του το πρόσφερε.
Τον κοίταξε στα γρήγορα. Για ένα τραγικό δευτερόλεπτο, νόμισε πως θα ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Εκείνος, ο άνδρας της μαραζωμένης αγάπης της, όπου στα μάτια της ήταν καράβι ψηλο-κάταρτο, εκείνος, ο γόης των καλοκαιριών της νιότης της, που ξάπλωνε τα μέλη του στον ήλιο της ακροθαλασσιάς και χαμογελούσε πονηρά κι ενθαρρυντικά ακόμη και στις φίλες της, εκείνος, ο άπιστος μα αγαπημένος αρραβωνιαστικός της -που κοιμήθηκε με την μικρότερη αδελφή της αφήνοντας την έγκυος, εκείνος που τίναξε στον αέρα τον ιδανικό κόσμο της, ήταν αυτός ο ίδιος, μεταμορφωμένος σ’ αυτόν τον περίλυπο, εύσαρκο κύριο με το μοναδικό τσουλούφι στην κορυφή του κεφαλιού του; Για ένα δευτερόλεπτο, αισθάνθηκε γοητευτική. Αξεπέραστη. Τίναξε το κεφάλι της ψηλά, ευχαριστημένη. Ήταν η ώρα της μεγάλης εκδίκησης. Ήταν η στιγμή της υπεροχής. Ήταν η ικανοποίηση των πρώτων εντυπώσεων μετά από τόσα χρόνια σκοτεινών επιθυμιών και απεγνωσμένων ονείρων. Ήταν το μέτρημα του ΕΓΩ και του ΕΣΥ στο ΤΩΡΑ. Ήταν η νίκη.
Μα, η ζωή της; Η φυγή της στα πέρατα του κόσμου; Τα δάκρυά της γι’ αυτόν, που αν τα μάζευε, με τα χρόνια θα γέμιζαν την πατρική στέρνα όπου κάποτε, όταν ήταν μικρά, πηδώντας μέσα, χόρευαν και πατούσαν τα σταφύλια… εκείνα τα δάκρυα τί θα τα έκανε; Θα γύριζαν πίσω να την πνίξουν! Αυτή, λοιπόν, ήταν η πλήρωση των πάντων και του τίποτα;
Απότομα συνήλθε, λες και ντροπιάστηκε.
-Το θαύμα, το θαύμα ήδη έγινε! Είπε. Η φωνή της ξεχύθηκε στην αίθουσα καθαρή, σταθερή, ελεύθερη. Αθρυμμάτιστη, σαν την καμπάνα των Χριστουγέννων.
-Τώρα που είσαι εδώ, Θεία, κι εγώ το πιστεύω, συμπλήρωσε ο ανιψιός της, αγκαλιάζοντάς την. Όπως την αγκάλιασε, το σφίξιμο πάλι της θύμισε τον πατέρα. Αυτός ο αξιολάτρευτος νέος, ήταν ο ανιψιός της, ήταν ο συνδετικός κρίκος της οικογένειας, ήταν το δαχτυλίδι που είχε πετάξει στα πόδια τού τότε άπιστου αρραβωνιαστικού της.
Ήταν το παιδί που θα μπορούσε να ήταν δικό της, μ΄ εκείνον που αγαπούσε και θα την είχε κάνει μάνα. Χαλάρωσε το αγκάλιασμα του ανιψιού της…
Έκανε λίγο πίσω για να τον καμαρώσει.
-Ξέρεις πόσο μοιάζεις του παππού σου; του είπε ικανοποιημένη, καλωσορίζοντας το πρώτο χαμόγελο της συγγνώμης στα άβαφα χείλη της. Η αδελφή της, τρεμόπαιξε τα υγρά βλέφαρα. Απόλυτη η σιγή στο δωμάτιο που άρχισε να ζεσταίνεται με την αγάπη της συγνώμης.
-Αύριο, θα φροντίσω εγώ για τον γιατρό και τις εξετάσεις, συμπλήρωσε σιγανά ο κουμπάρος, κρατώντας το χέρι της άρρωστης, ενώ τα μάτια του δεν έφευγαν από την Νόρα.
-Αύριο; Ποιο Αύριο; το Αύριο είναι Τώρα. Είναι το Σήμερα, απάντησε η Νόρα λάμποντας. Το Θαύμα, γεννήθηκε Σήμερα.
Ήταν το συμβόλαιο ελπίδας που νοερά υπέγραφε η Νόρα στον ώμο του ανιψιού της, καθώς τον έδενε πάλι στοργικά στην αγκαλιά της.

ΤΕΛΟΣ

ΚΑΛΈς Μέρες να έχετε! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΑΣ

Πάντα με την Αγάπη,

Υιώτα

ΤΟ ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΥ

....Είναι φορές όπου η απανωτή χαρά γεμίζει τα μάτια μου με βροχή...
Ξεχνιέμαι και νιώθω σαν μικρό παιδί που του πρόσφεραν ...παγωτό διότι ήταν "καλό παιδί"! Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, είχα πράγματι διπλή χαρά: Πρώτον, τον καρδιολόγο του Δημήτρη να του λέει ότι είναι... λεβεντιά, και δεύτερον, τον Δήμο Σαλαμίνος να μου ταχυδρομήσει την διάκριση που έτυχε η συμμετοχή μου στα "Σαλαμίνια २०११"!


ΤΟ ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΥ


«…Φίλτατε αδελφέ, Αισχύλε,
Αυτήν την ώρα τολμώ να ασεβήσω στην αγάπη που σου έχω και στον θαυμασμό που με κατέχει για το θεϊκό σου πνεύμα με το να ψάχνω για λέξεις σωστές που να μη βαραίνουν σαν άψυχα κορμιά στο βάθος της θάλασσας που περιβάλλει την αγαπημένη μας Σαλαμίνα.
Με βασανίζει που δεν είχαμε χρόνο να υμνήσω την ανδρεία σου, όταν πολεμούσες σαν λιοντάρι τους Πέρσες, ούτε για τον τρόμο που πήρα σαν έπεσες κατάχαμα, πληγωμένος… Στ' αντίκρυσμα της πτώσης σου, τόση ήταν η οργή που με κυρίευσε που ξέσπασα σ’ έναν βαριαρματωμένο, μακρυμάλλη τοξότη, του πέταξα την περικεφαλαία και τον ξάπλωσα αιμόφυρτο, μόνο με δυο χτυπήματα! Ακόμη κι όταν τα μάτια του είχαν βασιλέψει, τα πόδια μου, ενεργώντας σαν να είχαν δικό τους νου, τον κλότσαγαν μέχρι που να γυρίσει μπρούμυτα να μη βλέπω το μισητό πρόσωπό του!
Τέτοια αγριάδα δεν είχα φανταστεί ποτέ μου ότι κατοικούσε εντός μου, αγαπητέ μου αδελφέ, μα εκείνο το ρηθέν του «Μεγάλου Βασιλιά τους» ότι μας ζήτησε «γην και ύδωρ» για να μή μας επιτεθούν, είχε καρφωθεί μέσα μου κι έτρωγε νυχθημερόν τα σωθικά μου.
Δεν ζητούσε «γην και ύδωρ» αδελφέ μου! Ζητούσε την πατρίδα μας και την θάλασσά μας! Όταν έκαναν «γέφυρα» τα πλοία τους για να περάσουν στην πολύτιμη γη μας, Αυτό εννοούσαν! Όταν ειρωνικά φοβέριζαν ότι τα βέλη τους θα σκοτεινιάσουν τον ήλιο μας, Αυτό εννοούσαν! Οι εντολές τους, ήταν νόμος κι οι στρατηγοί τους αδίστακτοι!
Η ψυχή μου και το αίμα μου βράζουν στην όψη της αδικίας

κι όταν ο βρασμός είναι για την πατρίδα, τίποτα δεν τον μετριάζει!
Αδελφέ μου, εσύ, αναμειγνύεσαι με τα κοινά και τους νομοθέτες। Η ιστορία θα μνημονεύσει τα ονόματα και τα κατορθώματά τους. Μα η γη θέλει αίμα για να ποτιστεί, για να φυτρώσουν ήρωες! Η γη μας, θέλει τον ήλιο της καθαρό για να λάμψει, κι η θάλασσά μας θέλει τραγούδια των γλάρων πάνω από τα κατάρτια των πλοίων της για να μπορεί, ανοίγοντας δρόμους, να μοιράζεται το χρώμα και τα χαμόγελα του ουρανού.
Αδελφέ μου, αν δώσω το αίμα μου για την πατρίδα, Ιερή η αιμοδοσία!

Αν γκρεμίσω ένα εχθρικό πλοίο στην κοιλιά της θάλασσας, δεν θα είμαι μόνος μου!
Θα έχω την θεά Αθηνά και τον παμμέγιστο Δία να μ’ επιβλέπουν και να με καθοδηγούν…

Αδελφέ μου Αισχύλε, εύχομαι να μπορέσω να σου δώσω τούτη την έκρηξη της ψυχής μου που με πνίγει.
Ανέκαθεν μ’ εντυπωσίαζε η λαμπρότητα του μυαλού σου μα και με δείλιαζε! Βάζω αυτήν την επιστολή κάτω από την ασπίδα, στο μέρος της καρδιάς και προσεύχομαι πρώτα για την Πατρίδα, μετά για τον πατέρα μας τον Ευφορίωνα και μετά για σένα. Εύχομαι οι θεοί να μου δωρίσουν έναν τιμημένο θάνατο...»

.................................................................................
…κι έτσι έγινε! Οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί και η παράκληση του Κυναίγειρου εισακούσθηκε!
Φιλόπατρις, ήλιος φλεγόμενος, κυνήγησε με άλλους Αθηναίους τους Πέρσες στρατιώτες που πάσχιζαν να μπουν στα αραγμένα πλοία τους για να διαφύγουν και να σωθούν από το κύμα της δίκης που τίποτα δεν το πισωγύριζε!


Ο μύθος «λέει» πως ο Κυναίγειρος πρόσεξε ότι το κοντινό του πλοίο ανήκε στον στρατηγό Δάτι , κι ότι το μυαλό του θόλωσε! Τα μάτια του έγιναν πελώρια, το κορμί του ατσαλώθηκε, ίδιο κοφτερό διαμάντι πάνω σε γυαλί…
΄Απλωσε το στιβαρό του χέρι να κρατήσει το πλοίο όπου απεγνωσμένα προσπαθούσε να ξεφύγει από τον θανατερό κλοιό… κι ένας βάρβαρος, αλλόθρησκος, από ψηλά, του το έκοψε μ’ ένα τσεκούρι!
Τότε,

τ' αρπάζει το άλλο του χέρι, ο Κυναίγειρος, η ίδια τύχη τον περίμενε!
Μόνον τ' αστραφτερά, γερά του δόντια τού έμεναν να καθυστερήσει το εχθρικό πλοίο ώστε να καταστραφεί…
Έτσι, ο χαλκέντερος, ο παθιασμένος φιλόπατρις Κυναίγειρος, ο Σαλαμίνιος, ακέφαλος πλέον, σπαρτάριζε στην αγκαλιά της θάλασσας, έχοντας το γράμμα, που δεν αξιώθηκε να δώσει στον αδελφό του, ματωμένο να μοιρολογεί δίπλα του…
ΤΕΛΟΣ


Ευχαριστώ σας που με διαβάζετε, Υιώτα

"Θα χιονίσει απόψε"

Αναρωτιέμαι, πόσο βαθύ είναι το χάσμα ανάμεσα στους ολίγους και στους πολλούς...

πόσο δυνατή μπορεί είναι η απελπισία των πολλών...

πόσο πολλή είναι η αναλγησία των ολίγων...


πόσο δάκρυ χύνεται άσκοπα,

μπροστά στους αδιάφορους,

πόσο λίγο είναι να συνταράξει τους αδιάφθορους (!!!)

Κάποτε...

νόμιζα ότι μια πέτρα στο οργισμένο ποτάμι*

κι άλλη μία... κι άλλη μία...

μπορούσαν να σταματήσουν την καταστροφική ροή στις άδοξες νύχτες του χειμώνα...

τώρα, μετά από χρόνια,

-μακρυά από το ποτάμι της ευλογίας και της ορμής-

μόνο φθαρμένες, ξασπρισμένες, βρώμικες πέτρες κοιμούνται στην ξέσαρκη κοιλιά του...

να είναι η εκδίκηση του ποταμού;

να είναι η δική μας αδιαφορία;

να είναι η άνιση μοίρα που διαγράφει εποχές κι ανθρώπους;

Ο *Σελινούντας ποταμός, στην Αιγιάλεια,

Φίλες και Φίλοι μου,

μου έδωσε αυτές τις ταραγμένες σκέψεις...

μοιάζει ότι ζούμε σ' ένα τραγικά συγχισμένο κόσμο...

Προσπαθώ μάταια, να δω ουράνιο τόξο, μετά από την βροχή...

"Θα χιονίσει απόψε"

λένε οι "ειδικοί" (!!!)

-Ας έρθει! σκέπτομαι! Ν' ασπρίσει λίγο η ματιά μας!

" ΞΕΣΤΡΑΤΙΣΜΕΝΗ ΣΕΛΗΝΗ"

" ΞΕΣΤΡΑΤΙΣΜΕΝΗ ΣΕΛΗΝΗ"

Πειθήνια αναβαίνει το μονοπάτι του Ήλιου,
η Σελήνη. Εκείνος, μεγαλοπρεπής κι αλάνθαστος.
Εκείνη, βλέφαρο μισόκλειστο, αργεί
να γεμίσει το μπακιρένιο ταψί της
με φρούδα όνειρα.

Πεπαλαιωμένες οι μνήμες.
Ασφυκτιούν γι’ ανάσα αμόλυντη. Ανέμελος άνεμος,
ανορθόγραφος.
Επιδεικτικά σφυρίζει τραγούδια ανείπωτα,
ξεφαντώνοντας στο χορό των πολύχρωμων φύλλων.
Φυλλοροούν κι οι λευκές μαργαρίτες
-της καρδιάς αλκυονίδες-
καταγράφοντας πόθους ανεπαίσθητους
σε ντροπαλές ώρες...

Αδιόρατη αίσθηση

των χειλιών σου η θέρμη.
Προμαντεύει Φθινόπωρο ήρεμο
στις αρχές του Νοέμβρη।

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ

Αρμυρή η γεύση στα χείλη
από δάκρυ που "ξεστράτησε..."
Τρυφερή η αγάπη που εκτέθηκε σε παγωμένο βοριά... απροστάτευτη
για το μεγάλο ταξίδι...
Το χρυσόμαλλο δέρας ελάχιστοι το άγγιξαν...
εμείς, οι πολλοί, έχουμε το αναφαίρετο δικαίωμα να ονειρευόμαστε...
Θαμπωμένοι από το βόρειο σέλας,
προσπαθούμε να φτάσουμε στη στεριά
κι ας είναι τα φτερά τραυματισμένα...!

Αυτό, για όσους με αγαπήσατε, ελπίζοντας να μην "προδώσω" κανένα!
Υιώτα