Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011
Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011
Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΌ ΤΗΣ ΣΙΛΙΑ
K Υ Π Ρ Ο Σ , αγαπημένη! "Το μυστικό της Σίλια"

Σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, η ιδέα του πάρκου δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Ήταν ένα βουνό από σκουπίδια, συλλογή θαρρείς από ρόδες αυτοκινήτων, με διάφορα άχρηστα οικοδομικά υλικά, μ’ ένα σκληρό γρασίδι κι αγριόθαμνους που τα συντηρούσε η εκάστοτε βροχή κι η υγρασία του ποταμού, με κρυφές φωλιές αρουραίων και κουναβιών, και με κάτι κουνούπια -μεγάλα σα μικρά «αεροπλάνα»- να δεσπόζουν με το βουητό τους στον ανοιχτό χώρο...
Παράλληλα με τον Ήστ Ρίβερ, ήταν το Βέρνον Μπούλεβαρντ, δρόμος για τους οδηγούς που τρέχουν να προφτάσουν -άραγε τί; Μου έχει μείνει ένα «κουσούρι» από μια νοσοκόμα που έτρεχε… να προφτάσει τι;…- και κατά μάκρος του μπουλεβάρτου, οι πολυκατοικίες με τα χαμηλά ενοίκια. Πού και πού ξύλινες μονοκατοικίες, και «μαγαζιά-ντέλι» για ένα καφέ, αβγά τηγανιτά, σόδα και «σάντουιτς» για όσους εργάζονταν εκεί γύρω, κυρίως έγχρωμοι και ισπανόφωνοι που αναζητούν μεροκάματο. Ένα μικρό εργοστάσιο επιδιορθώσεων αυτοκινήτων, στη γωνία του Βέρνον και της λεωφόρου Μπρόντγουέι είχε τους μοναδικούς έλληνες, για την περιοχή. Ιδιοκτήτης, ο κυρ-Μαθιός, ένα καλοσυνάτος άνθρωπος, γνωστός για την γενναιοδωρία του σ’ όλη την περιοχή. Μιας και το γραφείο με την αποθήκη ηλεκτρικών υλικών του άνδρα μου, ήταν πέντε λεπτά πιο κάτω, φυσικό ήταν να γνωριζόμαστε με τον κυρ-Μαθιό και να τα λέμε...
Εκεί φύτρωσε και η ιδέα να καθαριστεί ο χώρος, και να ζητήσουν από το ανάλογο γραφείο της Νομαρχίας άδεια ενοικιάσεως του χώρου με προοπτική πάρκου για να εκθέτουν τα δημιουργήματά τους οι επίδοξοι Νεο-Υορκέζοι καλλιτέχνες.
Ένα δολλάριο ήταν το συμβολικό ενοίκιο και με την ευχάριστη αναστάτωση που φέρνει η καθαριότητα μαζί με ένα μεγαλόπνοο όραμα, σε δυο-τρία χρόνια, αυτός ο ακατάλληλος τόπος έγινε χώρος για τους αρχάριους μα ταλαντούχους καλλιτέχνες και γλύπτες! Όαση για φωτογράφους ερασιτέχνες, όπως κι εγώ! Η δε νεολαίοι, ζητούσαν προσφορές από όποιον μπορούσαν για ν’ αγοράσουν και να φυτέψουν βολβούς και διάφορα ανθεκτικά στις εποχές φυτά στον περίγυρο του χώρου, ν΄αγοράσουν ακόμη και να χτίσουν πέτρινα καθίσματα και τραπεζάκια..
Ο χώρος αυτός, με την πανέμορφη θέα του ανατολικού ποταμού «Ήστ Ρίβερ» ( το παρακλάδι που ανοίγει ο Χιούστον, μια θάλασσα με όχθες … ) που αντανακλούσε στα νερένια στήθια του την απαράμιλλη πόλη της Νέας Υόρκης, όπου τα αμφίρροπα νερά του (μόνο το μοίρασμα των νερών στα δύο, με το ένα μισό να κινείται για τη πόλη Νέα Υόρκη και το άλλο μισό να κυλάει
αντίθετα για τον Ατλαντικό Ωκεανό, με τα ανήσυχα γλαροπούλια, τις πολύχρωμες πάπιες, και τα διαφόρων μεγεθών ιστιοφόρα...και «βαρκόπουλα» ήταν αρκετό για να χαλαρώνει τον νου και να συνταξιδεύει με τα πτερωτά που βουτούσαν κάθετα για ψάρια ...) ο χώρος, λοιπόν, αυτός έγινε η ψυχή του πάρκου που έξυπνα ονομάστηκε «Πάρκο του Σωκράτη»...
Η Σίλια, πάντα μ’ ένα κιτρινάκι φόρεμα και τα κατάξανθα κυματιστά μαλλιά απλωμένα στους συριστικούς ανέμους, μ’ ένα τετράδιο σκίτσων κι ένα μισοτελειωμένο μολύβι, καθισμένη σ’ ένα πατικωμένο στρογγυλό βυσσινί μαξιλάρι στον κάπως άβολο βράχο, σκεφτόταν, κοιτάζοντας βαθιά στον ορίζοντα... Δεν ήταν η πρώτη φορά που την βλέπαμε εκεί, καθισμένη στην ίδια πάντα θέση, με την πλάτη γυρισμένη στον όποιο επισκέπτη του πάρκου, τα στρογγυλά γόνατα ενωμένα, oι μακριές γάμπες της θαρρείς λευκές ιωνικές κολώνες, τα παπούτσια δίπλα, και τις μύτες των ποδιών περίεργα γυρισμένες προς τα μέσα...
Ο Δημήτρης συχνά είχε προσπαθήσει να με κάνει να της μιλήσω, μα εκείνη η ίδια πάντα στάση, εκείνο το ανέκφραστο πρόσωπο με το πηγούνι σχεδόν στον αέρα, ήταν σαν να μου έκοβε τα φτερά.. και -πιστέψτε με- συνήθως πρώτη αρχίζω δήθεν, με μια απλή συζήτηση, όταν θέλω να πλησιάσω κάποιον. Περπάτησα προς το μέρος της…
–Σε βλέπω, δεν θα «γλυτώσει» η κοπέλα, μου είπε, ...κι εγώ, θα πάω να φέρω νερό από τη γωνία, να σου δώσω λίγο καιρό... Πλησίασα κάπως συνεσταλμένα κι άρχισα να της μιλώ στην αγγλική.
–Πολλές φορές σας έχω δει σ’ αυτό τον βράχο... δεν θέλω να σας ενοχλήσω... μα εκείνο που με κάνει να απορώ περισσότερο, δεν είναι το ότι κάθεστε πάντα σ’ αυτό το βραχάκι, ενώ έχει εδώ κοντά και τα πέτρινα καθίσματα... είναι που αυτό το ρηχό πηγάδι ακριβώς πλάι σας, έχει γεμίσει παλιόξυλα και σάπια χόρτα από την ρουφήχτρα του ποταμού... την άλλη φορά μάλιστα, είχαμε δει κάτι θρεμμένα ποντίκια, τόσο συχαμερά, που έτριξαν τα δόντια μου... Ξέρεις, το μαγαζί του άνδρα μου, Δημήτρη τον λένε, δεν είναι μακριά από ’δώ... όπου νάναι, θα γυρίσει, πήγε να πάρει δυο μπουκάλια νερό...
-Τον ξέρω... απάντησε, κοιτάζοντάς με στα γρήγορα, ήταν φίλος του κυρ-Μάθιου...
Δεν είχα καταλάβει ότι μου απάντησε στην ελληνική, και σχεδόν βιαστικά την ξαναρώτησα
-Μα έχει πεθάνει τρία-τέσσερα χρόνια πριν... πώς τον ξέρατε; Είστε συγγενείς; Ποτέ δεν μας μίλησε για σένα... ήταν θείος σας;
-Θετός πατέρας μου ήταν! Σας έχω δει που με κοιτάτε κάθε φορά που συναντιώμαστε εδώ, και σας ευχαριστώ που δεν είστε περίεργοι...
-Είμαστε! Και οι δύο! Είπα βιαστικά και δάγκωσα την γλώσσα μου! –Συγγνώμη, δεν το εννοούσα όπως ακούστηκε! Συνέχισα ...
-Μη νοιάζεστε, ξέρω για σας από τον Μάθιου, έμαθα, μα δεν ήθελα να κάνω εγώ την αρχή... «…όταν τους χρειαστείς, θα σε βοηθήσουν...» μου είχε πει μα δεν χρειάζομαι τίποτα. Δυσκολευόταν, πράγματι να μιλήσει, να εκφράσει κάτι περισσότερο. Η φωνή της, χαμηλή, σαν να τραύλιζε.
(Μπορεί επειδή θέλει να τα πει στα ελληνικά, ίσως για να μην ακούει κάποιος από ‘δω γύρω..., σκέφτηκα και τη ρώτησα)
-Αν θέλεις, μου απαντάς στην αγγλική... Γρήγορα με διέκοψε: -Δεν είναι αυτός ο λόγος. Για χρόνια, δεν μιλούσα καθόλου... μόνο με νοήματα... κι ένα «ναι» ή «όχι»...
–Ναι, μα καταλαβαίνεις και τις δυο γλώσσες... Τί σου συνέβη; Θέλεις να μας μιλήσεις; Αφού λες ότι μας ξέρεις και σου έχει μιλήσει κι ο κυρ-Μάθιου, μπορείς να μας εμπιστευθείς... δεν λέω ότι θα καταφέρουμε πολλά, μα πού ξέρεις, μπορεί να βοηθήσουμε σε κάτι... όμως, σε πειράζει αν φύγουμε λίγο μακρύτερα απ’ αυτό το μαύρο πηγάδι, κάπως με κάνει ν’ ανατριχιάζω... Το θυμάμαι από τότε όπου «επίδοξοι καλλιτέχνες» ήθελαν να φτιάξουν ένα «ζωντανό» γλυπτό στην όχθη, μα τους νίκησε το νερό του ποταμού... καμιά φορά νεαρούδια έρχονται και πετάνε πέτρες, και φοβίζουν κάτι βατράχια που έχουν συνηθίσει ν’ αρπάζουν παραπλανημένα ψαράκια...
-…τα έχω δει, χαζεύω μαζί τους, είπε ...
–Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Τόλμησε κι ο άνδρας μου. Πώς τα καταφέρνεις, μόνη σου, διότι σε βλέπω συχνά εδώ, άρα δεν δουλεύεις κάπου, πώς ζεις, εννοώ...
Τον κοίταξα έκπληκτη. –Τζίμη, αν θέλει η κοπέλα, θα μας πει... μη την πιέζουμε!
– Εσείς οι δυο, μιλάτε τόση ώρα, κι εγώ... μα, τί είπα ο άνθρωπος! Είναι βασικές ερωτήσεις... και τον Μάθιου τον γνώριζα χρόοονια!
-Με λένε Σίλια... Βασιλική... έχω το όνομα της γιαγιάς μου... ήταν χρόνια πολλά πριν, στο Κάιρο... ξέρετε πού είναι;
Βροχή ακολούθησαν οι ερωτήσεις, δίχως δεύτερη σκέψη ότι μπορεί να είμαστε πραγματικά ενοχλητικοί! Μα, μας είπε ότι κι αυτή ήθελε να μας μιλήσει!, καλά την κατάλαβα!
Από την Αίγυπτο είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο, η γιαγιά, κι οι γονείς με το πρωτογιό τους, το Μιχαλάκη! Είχαν αγοράσει ένα βολικό σπίτι στο Συχαρί, στη ράχη του Πενταδάκτυλου, κοντά στα τρία στρατόπεδα, σε καλή τιμή। Ο πατέρας, άνοιξε ένα κατάστημα ρούχων στην άκρη της Κερύνειας και πηγαινορχόταν κάθε μέρα, καλόβολος κι αγαπητός. Η Γιαγιά, άφησε την ευχή της στον αγαπημένο της Μιχαλάκη, κι έφυγε νωρίς... Η μάνα, λες κι ήταν τάμα, μετά από λίγο καιρό, γέννησε την Σίλια, ένα χιονάτο κορίτσι που μεγάλωνε και ψήλωνε, λες και το τραβούσες από τα μαλλιά. Ακριβώς τέσσερα χρόνια χώριζαν τα δυο αδέλφια, που έτυχε να έχουν τα ίδια γενέθλια... «...δεκαεννιά του Ιούλη το 1962 γεννήθηκα...» είπε η Σίλια και σαν τρένο ταχείας έλεγε, έλεγε, δίχως να σταματάει για μια κάποια ανάσα...
Μας είπε για την τεράστια συκιά που συνόρευε με την πίσω αυλή τού Σέην, -του ορφανού από πατέρα συνομήλικου φίλου του αδελφού της... για την τετράγωνη «κρεβάτα» -ένα είδος μπαλκονάκι με σανίδες πάνω στα ανοιχτά κλαδιά της συκιάς για τις καυτές μέρες του καλοκαιριού, για τη φορητή ξύλινη σκάλα που ανεβοκατέβαιναν στο διπλανό ξεροπήγαδο όταν έπαιζαν ή για να φτάσουν τη μπάλα που έπεφτε μέσα όταν η ...κλωτσιά των αγοριών ήταν δυνατότερη κι άστοχη,...
είπε για τον ξύλινο φράχτη που του είχαν κάνει μια τρύπα αρκετά μεγάλη να περνο-διαβαίνουν οι δυο φίλοι μετά από το σχολείο και να τα λένε...
Όταν η Σίλια άρχισε να θυμάται, οι μνήμες της ανακατεύονταν τόσο που μερικές φορές αγωνιζόμαστε να παρακολουθήσουμε το τί μας έλεγε, βιαστική όπως ήταν να μοιραστεί τα παιδικά της χρόνια μαζί μας... Ήξερα ότι αυτή η πλημμύρα θα έπρεπε να τελειώσει κάπου, να φτάσει στην έξοδο που εκείνη ήθελε, αφού δεν μας άφηνε περιθώριο να ρωτήσουμε για κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες.
Το ηλιοβασίλεμα, στην απέναντι όχθη του Ήστ Ρίβερ, κραύγαζε από ομορφιά. Γλαροπούλια κι αγριόπαπιες έριχναν κάθετες βουτιές στο νερό, θρυμματίζοντας τις πολύχρωμες φιγούρες που αντανακλούσαν την πασίγνωστα πολύβουη πόλη της Νέας Υόρκης.
Τα κουνούπια όμως, άρχιζαν να μας τριγυρίζουν, και η παρουσία μας σ’ εκείνη την άκρη, ήταν ότι το ...καλύτερο γι αυτά...
–Σίλια, ξέρεις, είμαι αλλεργική στα τσιμπήματα των κουνουπιών, θάθελες να τα πούμε κάποια άλλη μέρα, ή έστω κι αύριο το απόγευμα, κάπως νωρίτερα...
Ξεδίπλωσε τα λευκά, μακριά πόδια, φόρεσε τα πέδιλα, πρόσφερε το χέρι και με μια παιδική θαρρείς ευτυχία που φώτιζε το αρυτίδιαστο πρόσωπό της, συμφώνησε χαμογελώντας.
–Ναι, θ’ αγοράσω και μπισκότα, να σας κεράσω!
Σφίχτηκα στο μπράτσο του άνδρα μου, άφωνη. Διαισθανόμαστε ότι η μεγαλο-κοπέλα αυτή ήθελε κάτι περισσότερο από μια επικοινωνία. Αφήσαμε τη βραδιά να κυλήσει δίχως πολλά σχόλια, αναμεταξύ μας. Η αυριανή μέρα δεν ήταν πολύ μακριά.
Αυτή τη φορά, η Σίλια είχε φέρει μαζί της κάτι κιτρινισμένα χαρτιά. Τ’ άπλωσε στο τσιμεντένιο παγκάκι, κι η έκπληξή μας ήταν ότι ήταν μια εξαιρετική αυτοδίδακτη σκιτσογράφος. –...δεν τα έχω δείξει σε κανένα, ούτε και στον κυρ- Μάθιου, μας είπε.
–Μα, για στάσου, καλή μου, ΠΩΣ τα κατάφερες να ζεις όλα αυτά τα χρόνια; ... δίχως εργασία... δίχως επικοινωνία... κι ο Μάθιου; Πως έκρυβε έναν ολόκληρο άνθρωπο, και μάλιστα μια τόσο όμορφη κοπέλα; ρώτησε ο Δημήτρης.
Το πρόσωπό της συννέφιασε.
-...θα φτάσω κι εκεί... μη βιάζεσαι! Πρέπει να σου εξηγήσω πώς έφτασα εδώ και πώς γνώρισα τον Μάθιου! ... Πρώτα, κοιτάξτε εδώ: αυτά τα σκίτσα είναι οι φωτογραφίες που ποτέ μου δεν πήρα μαζί μου, όταν ξετρελαμένη έφυγα από το νησί! Αυτοί, είναι οι δικοί μου άνθρωποι.
Η γιαγιά, όπως τη θυμόμουν, ο πατέρας, η μάνα μου -που πέθανε κι αυτή όταν ήμουν δέκα χρονών-, ο αδελφούλης μου...
Εκεί, η φωνή της κόπηκε. Μετά από δυο λυγμούς, άρχισε να κλαίει, να μισο-καταπίνει τις λέξεις... να σκουπίζει τα δάκρυα...να ξαναρχίζει.
Ο άνδρας μου, δεν άντεχε κι έφυγε. -...θα γυρίσω σε λίγο, μου είπε, όταν ηρεμήσω...
Η Σίλια, κρατώντας το χέρι που της πρόσφερα για συμπαράσταση, συνέχισε το πικρό ξετύλιγμα των αναμνήσεων...
-Μετά από το θάνατο της μαμάς μου, η μόνη μου παρέα ήταν ο Μιχαλάκης κι ο Σέην, το «τουρκάκι μας». Ανέβαινα στη κρεβάτα της συκιάς, δραπετεύοντας από τον κόσμο. Ο βαρύς της ίσκιος δεν με πείραζε. Άπλωνα τα βιβλία μου, κι έψαχνα με το νου πού θα μπορούσα να πάω, να φύγω μακριά... αυτός ο τόπος ήταν στη καρδιά μου, μα στο βάθος του μυαλού μου, είχαν ριζώσει οι αναστεναγμοί και οι ιστορίες της γιαγιάς...
Πήρε βαθιά ανάσα και ανακάθισε. Ένιωθα την υπερένταση από το σφίξιμο του κορμιού της… Η Σίλια ξαναζούσε το παρελθόν…
" ... Ήταν Παρασκευή απόγευμα,19 του Ιούλη του .74 ... μόλις λίγες ώρες μετά τα γενέθλιά μας με τον αδελφούλη μου... έτσι άδοξα, πέρασαν και τούτα τα γενέθλια... Ο πατέρας, τρομερά ανήσυχος, δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ... πριν ξημερώσει, έφυγε για την Κερύνεια... α! Η Κερύνεια! Πόσα είχα μάθει γι αυτήν την αδελφή-πόλη! Πήρα βραβείο για μια εργασία που έκανα στο σχολείο πριν τελειώσει η χρονιά... κι εγώ, εκείνη τη μέρα, μαζεύοντας σύκα σ’ ένα μεγάλο καλάθι... θα έδινα κάμποσα στη μάνα του Σέην, πάντα ευγενική μα λιγομίλητη, και τ’ άλλα θα τα πήγαινε ο πατέρας στο μαγαζί, για τους φίλους και τους πελάτες του, -που τελευταία δεν αγόραζαν τίποτα...
Θυμάμαι, ήμουν στην αγαπημένη μου «πολιτεία»... πάνω στη κρεβάτα της συκιάς το καλάθι ξέχειλο πλάι μου, τα σανδάλια μου προσκέφαλο, η βαμβακένια τσιγγάνικη φούστα, που μου την είχε φτιάσει η χρυσοχέρα η μανούλα μου... κάλυπτε τ’ άσπρα πόδια μου από τις μύγες και τα κουνούπια... κι εκεί πάνω, κουλουριασμένη, δεν ξέρω πόση ώρα ήταν, αποκοιμήθηκα...
Αλλόκοτα βουητά περαστικών αεροπλάνων με ξύπνησαν. Ανασηκώθηκα μουδιασμένη, πήρα το καλάθι κι άρχισα να κατεβαίνω τα ξύλινα σκαλιά. Νομίζοντας ότι ήμουν μόνη μου, ταράχτηκα όταν άκουσα την υστερική φωνή του Μιχαλάκη μου, να βρίζει τον Σέην με τα χειρότερα λόγια...
-..τί της έκανες της αδελφούλας μου, βρωμότουρκε, φίδι στο σπίτι μας... την αδερφή σου! Βρέ!
Γι’ αυτό μας είχε φίλους... να συνεχίσεις το έγκλημα με την άτιμη ράτσα σου! πού, βρε! στην αδερφή μου!!! Θα σε ξεκοιλιάσω, βρωμότουρκε, κι εσένα! Εδώ και τώρα!...
Ο Σέην -θυμάμαι- κοιτούσε σαν χαζός, μια εμένα, μια τον Μιχαλάκη που άφριζε...
–κοίτα, βρε άτιμε! Σκύλε! Η φούστα της είναι γεμάτη αίματα! Τι νόμισες… ότι θα έκρυβες το έγκλημά σου;!!!
...και δίχως να σκεφτεί, άρπαξε ένα ξερόκλαδο που βρέθηκε μπροστά του, πέρασε μέσα από την τρύπα τού φράχτη κι όρμησε στον απολιθωμένο Σέην... Μια με το ξύλο, μια με τις γροθιές του, ο Μιχαλάκης χτυπούσε τον ζαλισμένο Σέην με τόση μανία, ως που παραπατώντας, έπεσαν κι οι δυο στο πηγάδι...
Άφωνη στα μισά της σκάλας, άφησα το καλάθι να πέσει στο χώμα κι έγειρα να δω! Και τα δυο παιδιά, λες κι αγκαλιασμένα, ακίνητα στο ξεροπήγαδο! Παρ’ όλη τη σαστιμάρα μου, έσυρα τη σκάλα ως που ν’ ακουμπήσει στον πάτο του πηγαδιού, ταρακού-νησα τα παιδιά, πρώτα τον Μιχαλάκη μου, μετά τον Σέην... τίποτα! Κανένας τους δεν κινήθηκε!
Και τώρα; Πώς πάνε στο σπίτι; Και τί να πω του πατέρα; Αφού δεν ήξερα καλά-καλά τί έγινε... πώς έγινε!
Τίποτε δεν σταματούσε την Σίλια! Μα κι εμείς, παρακολουθούσαμε αμίλητοι.
-Ε! Ο ήλιος κατέβηκε! Η νύχτα πλησίαζε, απειλητική, άγρια... Λες κι ο ουρανός μαύρισε κι άνοιξε τ’ άντερά του... κάτι αεροπλάνα έριχναν οβίδες, τη μία κοντά στην άλλη... να σκάνε δίπλα μου, πλάι μου, πίσω μου... έτρεχα για το σπίτι μας σαν παλαβή...
Θυμήθηκα, το προηγούμενο βράδυ, ο πατέρας κάτι ψιθύριζε με τον αδελφό μου μα κι οι δυο δεν ήθελαν να μου πουν περισσότερα...
Βλέπετε, μάθαινε τα νέα κι από τους πελάτες που δήθεν πήγαιναν να ψωνίσουν στο μαγαζί ... καταλάβαινα όμως ότι κάτι πολύ σοβαρό θα γινόταν, και μάλιστα σύντομα...
… και τώρα; ΠΟΥ ήταν ο πατέρας; ΠΟΥ να πάω; ΠΟΥ να κρυφτώ; Έτρεξα πίσω στο σπίτι... Κρύφτηκα πίσω από το ψυγείο της κουζίνας περιμένοντας τον πατέρα... οι ώρες περνούσαν και τ’ αεροπλάνα γινόντουσαν όλο και πιο πολλά... δεν σταματούσαν να σπέρνουν οβίδες και καταστροφή... Ξημέρωνε ένα Σάββατο σημαδιακό! Κι εγώ; από ένστικτο, υποθέτω, αντέδρασα σαν θυμήθηκα τα ταραγμένα λόγια της μανούλας μου:
«-άκουσε, παιδάκι μου... αν συμβεί κάτι πολύ κακό... η τουρκιά θέλει να μας φάει ζωντανούς... άνοιξε βαθιά το μυαλό σου και να μου ορκιστείς ότι δεν θα πεις αυτά που θα σου πω σε
ΚΑΝΕΝΑ! Ούτε και στον πατέρα σου, μα ούτε και στον αδελφό σου, όσο και να τους αγαπάς... Οι άντρες, έχουν αλλιώτικη δύναμη, οι γυναίκες -και μάλιστα οι μικρές, σαν κι εσένα, δεν έχουν μοίρα... άκου! πίσω από την κασετίνα με τα στεφάνια μας... υπάρχει ένα βραχιόλι κι ένα δαχτυλίδι με σκαραβαίο... μοιάζουν σκουριασμένα, μα είναι πολύτιμα... τα έφερε η γιαγιά σου από την Αίγυπτο κρυμμένα στο μεσοφόρι της... κοίτα, πίσω από το ψυγείο, είναι μια μαγκούρα από καλαμιά... μοιάζει ένα άχρηστο καλάμι... μέσα του, έχει την προίκα σου... είναι βουλωμένο κι απ’ τις δυο του άκρες με ειδική κόλλα... μέσα στη κοιλιά του είναι κρυμμένα σε μια μεταξωτή κοτσίδα είκοσι κωνσταντινάτα... όταν γίνεις είκοσι χρονώ να τα ανοίξεις... και να ευλογάς τη γιαγιά σου τη Βασιλία... όταν κι εγώ θα φύγω, θάμαι πάντα δίπλα σου... να με ρωτάς, κι εγώ θα σου απαντάω... μα μόνο εσύ θα μ’ ακούς... όπου νάναι, θα γίνεις κι εσύ γυναίκα... εγώ, στα έντεκα μου «αδιαθέτησα» …κι έχωνα χούφτες από το μπαμπάκι της σακούλας, στο εσώρουχό μου... φοβόμουν μη πει η μάνα μου ότι μου έκαναν κάτι κακό...»
Θυμάμαι πόσο έκλαιγα κι εγώ, σφιγμένη πάνω της...
μόνο που τα δικά της μάτια, ήταν θλιμμένα μα στεγνά...
Ο πατέρας, φαίνεται δεν θα είχε καταφέρει να ‘ρθει πίσω στο σπίτι ... σίγουρα θα έψαχνε να μας βρει... Εγώ, μόνο όταν είδα το κοκαλιασμένο αίμα πίσω στη φούστα μου, σαν ανοιχτή παλάμη... τότε κατάλαβα το τί θα νόμισε ο Μιχαλάκης μου...
Έπρεπε να κάνω κάτι!
Μάζεψα τα μακριά μαλλιά μου σε μια κοτσίδα, της τράβηξα μια ψαλιδιά... έβαλα την κοτσίδα μου σε μια καφέ πάνινη τσάντα που πηγαίναμε για ψώνια, έριξα μέσα χεριές μπαμπάκια και κάτι ασπρόπανα... ένα μπουκάλι με νερό, λίγο ψωμί... άλλαξα, φόρεσα τα ρούχα και τα πάνινα παπούτσια του αδελφούλη μου, μια τραγιάσκα του πατέρα... έχωσα και μια γερή χούφτα μπαμπάκια στο εσώρουχό μου... και με μαγκούρα την καλαμιά πήρα τον ανήφορο ανάμεσα στους κυπαρισσώνες δίχως να ξέρω καλά-καλά κατά πού πήγαινα...
Όταν ακούς το βουητό και βλέπεις ένα τσουνάμι να έρχεται κατά πάνω σου, -και να ξέρεις ότι θα πνιγείς μαζί του-, χάνεις και τη λαλιά σου...
Το πώς και πότε φτάσαμεν κοντά στα στρατόπεδα, ούτε που θυμάμαι... Φωνή και δάκρυα, είχαν πετρώσει μέσα μου. Ότι και να έλεγεν ή και να με ρώταγεν ο μπάρμπα-Κάκος... κουνούσα το κεφάλι μου... κι αυτός, κοιτούσε τα μάτια μου και καταλάβαινε.
«...οι γυναίκες έχουν άλλην μοίραν... ορκίσου μου...» άκουγα τη φωνή της μάνας μου καθαρά στ’ αυτιά μου...
Κάποιοι στρατιώτες μας πλησίασαν, κάτι είπαν μαζί του, με πήραν χωριστά, μ’ έκρυψαν σε κάτι σπηλιές που είχαν φτιάσει με κλαδιά...
Είχα το δωματιάκι μου, πάντα ήμουν λιγόφαγη, τους γέμιζα δεκάδες «ευχαριστώ» κάθε μέρα... κι ο καιρός περνούσε ήρεμος, σιωπηλός...
-Έχεις ακόμη το δαχτυλίδι; Ρώτησα στα γρήγορα...
–Όχι, το έδωσα στον κυρ-Μάθιου, πού το πούλησε, δεν ξέρω... μα μου είπε ότι έχει βάλει ένα καλό λογαριασμό στο όνομά μου... από κει, κάθε μήνα έρχονταν μια επιταγή, την πηγαίναμε στην τράπεζα, από κει και πέρα το ίδιο, μέχρι σήμερα...
«- και τώρα που έχει «φύγει» ο Μάθιου; ρώτησα ...
«-...το κορίτσι, την Αννούλα... το έχουν πάει σ’ ένα ίδρυμα, δεν ξέρω αν ζει... η κυρα-Πολυξένη «έφυγε» σχεδόν μαζί με τον Μάθιου... μένω μοναχιά μου... συμπλήρωσε η Σίλια.
«- τί να με νοιάζει!... ο αδελφούλης μου χάθηκε από αιτία δική μου... ο πατέρας μου, θα έχει πεθάνει... ποιον έχω να νοιαστώ! ...
... άσε που στα πλαϊνά διαμερίσματα, μυρίζει αιματίλα κάθε Παρασκευή... κοκόρια σκούζουν άγρια, -είδα μια μέρα από τη μισάνοιχτη πόρτα έναν σκουρόχρωμο με κάτι μεγάλα φτερά στο κεφάλι του, να πίνει ένα κόκκινο ποτό... να λερώνονται τα γένια του... και να λέει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια σε μια που ντύνεται σαν γύφτισσα... τρόμαξα τόσο που είχα δυο μέρες να βγω έξω...
Πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες. Περνώντας με το αυτοκίνητο, βλέπαμε τη Σίλια στην ίδια πάντα θέση, αλλά δεν σταματούσαμε. Τί να πεις άλλωστε σε μια κοπέλα που μεγάλωσε κάτω από τέτοιες συνθήκες! Τί οικογένεια γνώρισε, τί πατρίδα!
Η μεγαλύτερή μας ικανοποίηση ήταν να συμφωνήσουμε να πάμε μια μέρα με τον κύριο Ιωάννου, έναν ευυπόληπτο δικηγόρο της περιοχής, να συναντήσουμε τη Σίλια...
-Κοίτα την! Μου λέει… Της έλεγα ένα τραγούδι που τόχω φτιάξει μόνη μου, κι αυτή έκλεισε τα γυάλινα τα μάτια… να σας το τραγουδήσω;
-Σίλια! Είναι υπέροχο! Το λέγατε στην Κύπρο;
-σσσουτ! Μου έκανε με νόημα, δείχνοντας την κούκλα…
Δεν περίμενε απάντηση! Η καρδιά της, έλεγε «ναι!»
Το δε, «πάρκο του Σωκράτη», ήταν κι αυτό μέρος από τη δική μας πατρίδα!
Δεν λέγαμε πολλά…
Πέμπτη 5 Μαΐου 2011
Του Μάη...
Δεν μπορούσα να μην το "κλέψω"!
30 Απρ 2011
Πρωτο-Μαγιάτικες Ευχές μ' άνθη του κήπου μου (ΝΥ)...
Ζεστο-τυλιγμένα τα μικρά παιδιά ρώτησαν:
" - πώς είναι ο Μάης στην Ελλάδα, μαμά;
-Ω! γεμάτος ανθούς, πνιγμένος στα χρώματα! λιβάδια, δέντρα, αυλές..., όλα εκεί μοσχοβολούν...
- και, γιατί δεν πάμε εκεί να ζήσουμε; (...!!!)
- αχ! δεν είναι εύκολο!...
-...επειδή δεν έχουμε λιβάδια, δέντρα, αυλές; ...
-... επειδή το όνειρο διαλύεται μόλις ξυπνήσουμε, παιδιά μου...
- μα, εμείς περπατάμε τώρα! Δεν κοιμώμαστε!
-... άλλοι μας "έπιασαν στον ύπνο", παιδιά μου..., πάμε να σας δείξω τα δικά μας λουλούδια στον μικρό κήπο μας... έχει αρκετά ίδια... θα σας εξηγήσω εκεί, να πάρετε μια ιδέα...
- μέχρι εκεί πάει το όνειρο, μαμά;...!!!
-... αρκεί να υπάρχει ένας μικρός κήπος, μάτια μου, από κεί Ανθίζει το όνειρο...
αλλού, δεν υπάρχει ούτε κήπος... "
Αναστέναξαν τα μικρά παιδιά. Υγράνθηκαν τα μάτια της μάνας. Ο κρύος αέρας, ευγενικά της τα στέγνωσε πριν τα δουν τα μικρά κι αρχίσουν νέες ερωτήσεις...
Ο ήλιος, φάνηκε για λίγο, έσπευσε να φωτίσει το κίτρινο κλαδάκι της φορσύθιας,
Χαρούμενη, αθώα, γεμάτη ελπίδες η επαφή των παιδιών με την Άνοιξη!
Εγκληματικό να τους στερείς την αγάπη για το ένειρο!
Βάναυσο, να τα προσγειώνεις για το ζοφερό "αύριο" όπου άλλοι, ασύδοτοι προγραμματίζουν γι' αυτά! Στην τρυφερή ηλικία, λίγα "λευκά ψέμματα" είναι απαραίτητα. Όπως το νερό στα φυτώρια, όπως το τραγούδι στις πυραλλίδες... όπως...
Καλή Πρωτομαγιά,
Καλό Μήνα σε όλους!
Πάντα με τ' όνειρο και την Αγάπη,
Υιώτα
ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Π Ο Ε Τ Ρ Υ Φ Ο Ρ Ο Υ Μ - Ν.Υ., σε... συνέχειες!
17 Απρ 2011
" Π Ο Ε Τ Ρ Υ Φ Ο Ρ Ο Υ Μ " Ν.Υ., σε... συνέχειες!
18 Απρ 2011
Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η, Ν.Υ. και ... Κόκκινες Καμέλιες!
και κάτω, ο Τζέιμς Ντι Μαρτίνι
20 Απρ 2011
"...Πρόσκληση, Ν. Υόρκη... καμέλια και παγώνι..."
Σαν το πάθος που μειώνεται όταν περάσει η πρώτη ευχαρίστηση επιτυχημένης αποστολής,
Να, λοιπόν το ποίημα που έγραψα την τρίτη μέρα για το μωρό ΜΑΣ! (φυσικά, με τα απαραίτητα γλυκά σχόλια και με φωτογραφίες, όπως με φωτογραφίες και βιβλία πλαισίωσα και τα επόμενα ποιήματα... απαραίτητο το Πάθος, κι η περηφάνεια για την καταγωγή μου!!!)
ΚΑΠΟΤΕ
Κάποτε, θα θυμάσαι ότι ήμουν εκεί, όταν έβαζες σε νότες τους άχρωμους ήχους σου. Κοντά σου, όταν αγγίζοντας σε, κατέγραφα τον πρωταρχικό σου χορό στη καρδιά και στη μνήμη μου. Όταν, προσεκτικά γύριζες θέση, ψαχουλεύοντας τους υδάτινους τοίχους που σε προστάτευαν, λες και ήσουν δελφίνι πρωτογέννητο, ακόμη δεμένος με τον λώρο που σε τάιζε προσμονή κι αγάπη, ήμουν εκεί।
Ανίδεος, σ’ ένα κόσμο σκληρό, γεμάτο οδυνηρές αντιθέσεις, τρέμαμε μήπως αισθανθείς το φόβο μας και τρομάξεις… Για σένα, όλα έπρεπε να είναι αρμονικά, λαμπερά, καλο-χτισμένα! Για μας, ήταν το βαρύ τίμημα της ανώδυνης ενημέρωσης, της προσεχτικής μεταβίβασης τραγικών γεγονότων … Για σένα, κεραυνοί δεν υπήρχαν, οι βροχές ήταν ευλογημένες, οι δε, σεισμοί; Ήταν πολύ μακριά για να αισθανθείς την ανυπολόγιστη καταστροφή που επέφεραν…
Κάποτε, θα θυμάσαι ότι το χέρι μου, πάνω από την γαστέρα που σε κρατούσε, είχε το ειδικό βάρος της στοργής και το βελούδινο άγγιγμα της αγάπης।
Κάποτε, όπου εσύ κι εγώ, είμαστε ένα!
===================================================================
Στη ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
Η Αθήνα, σου έδωσε την φλόγα της
κι εσύ, γοητεία την έκανες, κι έρωτα.
Η Ελλάδα, σου χάρισε τους μύθους της
κι εσύ, λαμπερό στεφάνι τους φόρεσες.
Με την φωνή σου, όπου ιέρεια θύμιζε
σε χορικό αρχαίο, ζωντάνευες
τα μαρμαρόκτιστα θέατρα.
Με το πάθος σου, τα κλεμμένα μας μάρμαρα,
ζωή απέκτησαν και πόθο!
Το γνήσιο δάκρυ σου,
διαμάντι που κύλησε στην καρδιά του κόσμου.
Ο Παρθενώνας, λαχτάρησε στο δικό σου όραμα.
Οι Θεοί, το τραπέζι ξανάστρωσαν,
πανέτοιμο για της μεγάλης επιστροφής την ώρα.
Δυναμικός ο αγώνας σου.
Η έλλειψή σου, κεραυνός τρανταχτός,
σ’ ανθισμένα όνειρα.
Η παρουσία σου, φωτεινή αστραπή στην Ιστορία.
Στο μέγα πάθος σου, ένα μόνο ξέχασες:
Η ψεύτικη Μακεδονία ήταν επικίνδυνα κοντά,
κι εσύ, ψηλά κοιτάζοντας,
ασυλλόγιστα, την προσπέρασες!
και τώρα παράσιτο μένει σαν βέλος βουτηγμένο
στο κώνειο, καρφωμένο στον περήφανο νου και
την καρδιά, την ευαίσθητη!
Η επεξήγηση; Ξιφομαχία! Ειδικά όταν μέσα από το ακροατήριο ξεπετάχτηκαν για να διαφωνήσουν για το όνομα της "ΨΕΥΤΙΚΗς ΜΑΚΕΔΟΝΊΑς!" ΔΕΝ είχαν ιδέα για τα του ΤΙΤΟ, την αδιαφορία των πολιτικών μας που ακόμη πιστεύουν ότι πρέπει το θέμα να τακτοποιηθεί με την... λογική! κ.λ.π.
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΣΑΠΦΩ (από το Θεατρικό: Σαπφώ, η Λέσβια Ιέρεια της Αγάπης)
-Αέρινη, σαν τον βοριά που μόλις ξύπνησε,
αλαφρο-περπατώντας κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά
η Σαπφώ, για τ’ ακριβό ακρογιάλι.
Την Λύρα έχει αγκαλιά, σαν στη καρδιά η αγάπη.
Έχει στολίσει τα μαλλιά με ανθισμένη πασχαλιά
κι οι βόστρυχοι χοροπηδούν στο χρυσαφί του ήλιου.
Έχει τα μάτια σκοτεινά με αποχρώσεις νύχτας
κι άσβεστο πάθος για το φως.
Όνειρα ταξιδεύουν γι’ άλλους κόσμους, άγνωστους,
μυστηριώδους τόλμης πέραν του μεταξένιου
ορίζοντα, στο βάθος του Αιγαίου.
Σαν μίσχος αγριόκρινου σε πάλλευκη εσθήτα,
εξαίσιο ύμνο, πύρινο, γράφει της Αφροδίτης.
Τον τραγουδά ευλαβικά στων αηδονιών τις τρίλιες.
Η αγαπημένη λύρα της, τους ήχους ζωντανεύει κι από ψηλά,
χαμόγελα γλυκά ο Αποσπερίτης!
(-Φωνή και λύρα, χάρμα αισθήσεων, σώμα Ένα!)
Με του βοριά το θρόισμα η πάγκαλη Αφροδίτη
χάδι ελαφρό απέθεσε στης Σάφως τ’ άξια χέρια.
Το πρόσωπό της άγγιξε, τα τρυφερά της χείλη,
κι αγκάλιασε την εκλεκτή, αηδονόλαλη γυναίκα,
μιας κι άλλη δεν ετόλμησε Ύμνο ευσεβή, πανώριο,
στον ιερό της το ναό με δέος ν’ απαγγείλει!
Το βράδυ εκείνο σάστισαν τα φτερωτά του δάσους.
Τα κυπαρίσσια έγειραν ν’ αφουγκραστούν.
Οι γλάροι, δίπλωσαν τις φτερούγες τους
κι αφέθηκαν στο κύμα να τους λικνίζει στοργικά…
Ω! Τι στιγμή μεγάλη! Αυτή η γυναίκα, η θνητή,
Σαπφώ, της Λέσβου η κόρη, Δεκάτη Μούσα έγινε!
Των γυναικών η Πρώτη!
( Εδώ κι αν έγινε το "σώσε"!!!!!!!! Ένα πανέμορφο νησί να "ντρέπεται" για το όνομά του, αφού το εκμεταλλεύτηκε ασύστολα τον τελευταίο αιώνα το ...τρίτο φύλο για να κατοχυρώσει νομικά συμβίωση κ.λ.π.! Άποψή μου, κόκκινο πανί...)
Ο ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΣ της ΣΚΙΑΘΟΥ
(στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, 03/04/1851 το 01/03/1911)
Συχνά μας επισκέπτεται ο «Άγιος των Γραμμάτων», ο «Κοσμοκαλόγερος», μετάληψη σαν θέλουμε να λάβουμε στο Όρος της Αλήθειας। Κι είναι στις μέρες μας στρυφνός, μα οξυδερκής, ατόφιος, ανθρώπινος, πάντα πιστός, σωστό παπαδοπαίδι! Το χρήμα δεν τ’ αγάπησε, κοιλιόδουλος δεν ήταν। Η ζωή του; πάντα μέτρια, ντυμένη με σεμνότητα στα πλούτη του μυαλού του. Μοναδική ευφορία του, ένα τσιγάρο, ένα κρασί, κρυφή του αιμοδοσία. Στο νου του, βρύση αστείρευτη τα βάσανα ανθρώπων με λιγοστά υπάρχοντα. Ο Άγιος του «δώστε» κι ας μη λάβετε ποτέ… και να που τα γραπτά του, μιας εποχής όχι μακριά από αυτήν που ζούμε! Σ’ αυτές τις λίγες λέξεις, απλές, μ’ ευγνωμοσύνη, ένα θα πω: -Σ’ ευχαριστώ,! Ευχαριστώ σε που’γραψες στην άφθαρτη Αλήθεια!
(... κι εδώ, ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ, επεξήγησα λέξεις που συναντούνται και στην αγγλική... όπως κι αναφέρθηκα στην Αρχαία Ελίκη... στους δύο Νομπελίστες μας ... στα όνειρα των αθλητών και της νεολαίας (από το θεατρικό κατά τους Ολυμπιακούς του δύο χιλιάδες τέσσερα... σας προανέφερα για τα βιβλία που είχα μαζί μου...)
...κάθε "θαύμα", τρεις ημέρες... Πάλι καλά, που βοήθησε η θύελλα!
Θα μου πείτε: ΠΟΙΟΣ νοιάζετε! ο καθένας γυρίζει στο καβούκι του...!!!
Έτσι είναι! Έτσι γυρίζει ο τροχός... η ζωή ίδια είναι... με μικροαλλαγές!
Εμείς ΔΕΝ το ανεχόμαστε, αγανακτούμε, υποφέρουμε... λες και κάναμε συμβόλαιο ευμάρειας μαζί της, την στιγμή που γεννηθήκαμε!!!
Αν, Φίλες και Φίλοι μου, αυτά τα θεωρείτε "αμπελοφιλοσοφίες..." που έλεγε και ον πατέρας μου... τόσα δύναμαι, τόσα κάνω! Πάλι καλά! Μπορούσε να είχα γεννηθεί ..."μπούφος"!!!!!!!!!!!!!!!!!! με φαντάζεσθε;;;;;;;;;;;;;;;;
Αύριο, με Υγεία! Μεθαύριο, αναθεώρηση στις ενοχές μας...
Πολύ κοντά είναι η Ανάσταση! Άραγε, είμαστε έτοιμοι γι αυτήν την ΑΝΑΤΑΣΗ;
Με τις ευχές μας, σε όλους εσάς,
Πάντα με Αγάπη,
Υιώτα
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
14 Απρ 2011
Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η : ... με λιακάδα ή με βροχή... το Σαββάτο θα 'μαι εκεί!!!
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011
Καλημέρα Άνοιξη, Καλημέρα Κόσμε...
28 Μαρ 2011
Καλημέρα Άνοιξη, Καλημέρα Κόσμε...
12 ΣΧΟΛΙΑΣΑΝ:
- ΔΥΣΠΙΣΤΟΣ είπε...
-
Να σας ζήσει ο Κουκλος (λέω από τα χρώματα).
Είμαι βέβαιος ότι θα του δείξετε όλη σας την αγάπη!!!
Καλά έκανες και έγραψες 28 Μαρτίου, γιατί εδώ είναι ήδη 29 !!!
Φιλιά από την Θεσσαλονίκη.- - Δευτέρα, Μάρτιος 28, 2011 10:24:00 μμ
- Γιαγιά Αντιγόνη είπε...
-
Να είναι καλόστρατος!
Με την αγάπη σας δεν έχει να φοβηθεί τίποτα!
Με το χαμόγελο του θα ανθίζουν οι καρδιές σας!
Η υπέρτατη χαρά!
Φιλιά και αγάπη! - Δευτέρα, Μάρτιος 28, 2011 10:54:00 μμ
- Μαριάνθη είπε...
-
ΚΑΛΟΡΙΖΙΚΟ!!!!ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ!!ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ!!!
ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΣΤΕ ΟΛΟΙ!!
ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ.
ΦΙΛΙΑ!!! - Δευτέρα, Μάρτιος 28, 2011 11:11:00 μμ
- Τα χνάρια είπε...
-
Άχου το! Αυτός είναι ο τύπος που μας κορόϊδευε τόσον καιρό;
Βρε καλώς τον, βρε μαλώσ' τον!
Γειά σου μπέιμπυ! Καλώς όρισες στη ζωή μας! Σε περιμέναμε σαν την Άνοιξη!
Ξέρουμε ότι μας φέρνεις αυτό που λαχταράμε και δεν είναι τίποτ' άλλο, πέρα απ' την ελπίδα!
Να σας ζήσει, Γιώτα μου!Όλες οι Καλές οι Μοίρες, πάνω του!
Θα σε μαλώσω που ανέβασες φωτογραφία!
Σκόρδα, μπέιμπυ μου!
Φιλάκια και χαρές! Το είδα εγώ το όνειρο! Είδα τον Τριανταφυλλόπουλο που μου έδειχνε ένα κρεβάτι γέννας!
Άκου να δεις! Ευτυχώς γέννησε η Όλγα, γιατί εγώ δεν αντέχω πόνους! Ούτε ξέρω πως γέννησα, κάποτε!
Φιλιά σας και χαρές πολλές!
Θα τηλεφωνήσω να τα πούμε, λογική για σας ώρα και στιγμή, γιατί τώρα τρέχετε, αλλά με άλλη φόρα...Ε;
Χάρηκα χαζογιαγιά μου! Σα... να σου μοιάζει!
Να μου τους φιλήσεις όλους και κυρίως την Όλγα! Τον μπέμπυ αργότερα, γιατί θα γίνεται συνωστισμός! Φορέστε και καμιά μάσκα, πλιζ! - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 12:34:00 πμ
- kariatida62 είπε...
-
Κούκλος είσαι βρε!!!! Φέρνεις και απο την γιαγιά σου και απο τον παππού!!!
Να σας ζήσει σαν τα ψηλά βουνά!!! - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 2:04:00 πμ
- Μηθυμναίος είπε...
-
Αγαπητοί μου Υιώτα και Δημήτρη, εγκάρδια συμμετέχω στη χαρά σας και σας στέλνω τις καλύτερες ευχές για το νεογέννητο.
Να το χαίρεστε!!! - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 5:56:00 πμ
- ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...
-
ΝΑ ΖΗΣΕΙ, ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ και ΤΓΙΗΣ!!!
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 7:28:00 πμ
- pylaros είπε...
-
Αγαπητοί μας Παππού-Γιαγιά, Δημήτρη, Υιώτα όπως και γονείς δεχθήτε τις καλίτερες ευχές μας να σας Ζήσει το νεογέννητο.
Με αγάπη
Ορτένσια- Γαβριήλ - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 9:38:00 πμ
- Φωτεινή S είπε...
-
Να σας ζήσει, Γιώτα μου!!!
Γερός και ευτυχισμένος να είναι πάντα!!!
Φιλιά από Ρέθυμνο - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 2:11:00 μμ
- meggie είπε...
-
αγαπημένη μου Αστοριανή να τον χαίρεσαι
να έχει υγεία και καλή στράτα
σε φιλώ μέσα στη μεγάλη σου χαρά - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 3:07:00 μμ
- χρυσάνθη είπε...
-
Να σας ζήσει!!!Να τον χαίρεστε!!Γερός και δυνατός σαν τα ψηλά βουνά!!!Να γίνει μεγάλος και τρανός !!!!Συμμετέχουμε στην μεγάλη σας χαρά , με πολύ αγάπη!!!
Φιλάκια αγαπημένη μου χαζογιαγιά Γιώτα!!!! - Τρίτη, Μάρτιος 29, 2011 5:58:00 μμ
- ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ είπε...
-
Γιώτα -Δημήτρη
Να σας ζήσει το μωράκι σας!
Νομίζω μπορώ να καταλάβω την ευτυχία σας..
Όλα να σας πηγαίνουν καλά!
Στρατής- Μαριάννα.. - Τετάρτη, Μάρτιος 30, 2011 7:37:00 πμ
Να μας ζήσει!
Από καιρό είχα έτοιμα αυτά τα βιντεάκια, για να τα έχω μόλις σκάσει μύτη ο μικρός, αλλά αυτός, όλο αργούσε! Χθες το βράδυ, λες και ήξερα, έκανα πρώτα αυτά στο Γιουτιουμπ, ενώ ήταν στην συντήρηση του Πικάσα!
Δεν είχα στοιχεία, γι' αυτό δεν είχε και λόγια!
28 του Μάρτη, ημέρα Δευτέρα, διάλεξε ο μικρός! Ώρα, δεν ξέρω ακόμα! Συλλέγω στοιχεία!Τελικά, με βρήκε απροετοίμαστη!
Άχου το! Αυτός είναι ο τύπος που μας κορόϊδευε τόσον καιρό;
Βρε καλώς τον, βρε μαλώσ' τον!
Γειά σου μπέιμπυ! Καλώς όρισες στη ζωή μας! Σε περιμέναμε σαν την Άνοιξη!
Ξέρουμε ότι μας φέρνεις αυτό που λαχταράμε και δεν είναι τίποτ' άλλο, πέρα απ' την ελπίδα!
Να σας ζήσει, Γιώτα μου!Όλες οι Καλές οι Μοίρες, πάνω του!
Να μας ζήσει, Γιώτα μου!