Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Ο ΑΗ-ΒΑΣΙΛΗς ΤΗς ΑΓΑΠΗς

Απ' τα σχόλια:

(...πόσο βαριά η αγάπη!

κι εγώ, που είμαι για σήμερα "οφφ";
Το μόνο που σκέφτηκα είναι
να αφιερώσω σε όλες τις Φίλες
και όλους τους Φίλους

την επομένη μου ανάρτηση:
μ' ένα μου ...δεκαπεντάχρονο ήδη διήγημα:

ο ΑΗ ΒΑΣΪΛΗΣ της ΑΓΑΠΗΣ!

ΥΓ.: Είναι ένα... βραβευμένο, στο Σικάγο...
που θα σας πάρει κάμποσο χρόνο,
κι -αν- το τελειώσω, απόψε,... θα δούμε, απλά, θα βγει σε ...δύο συνέχειες!

Σας αφήνω με τις θερμότερες ευχές μου ως και των υπολοίπων μας...)


Ο ΑΗ-ΒΑΣΙΛΗς ΤΗς ΑΓΑΠΗς


Τακ τακ, τακ τακ, ο ήχος του μπαστουνιού. Βαρύς, μονότονος στο απέραντο σαλόνι. Το φθαρμένο πάτωμα κατάπινε το θόρυβο μα ο κυρ-Ανδρέας ούτε που το διέκρινε.

Οι αισθήσεις αγνοούν πολλά όταν η μοναξιά κυριαρχεί. Μόνο οι άβαφοι τοίχοι είχαν απορροφήσει σιωπηλά τις ώρες τις ευαίσθητες, κάνοντας τις χαμηλόφωνες αντανακλάσεις τους αναστεναγμούς της απομόνωσης.

-Πάλι οι δυο μας θα περάσουμε και τούτες τις γιορτές! Μόνοι κι έρημοι, Μπέση. Κανένας δεν μας θυμάται... Κανένας δεν θα χτυπήσει τη πόρτα μας... ένα σπίτι άψυχο... ένα τηλέφωνο ακουδούνιστο...

Άδειασαν, φαίνεται, οι καρδιές των ανθρώπων...

Ο κυρ-Ανδρέας σήκωσε το μπαστούνι και με προσοχή ακούμπησε το στρογγυλό κερασόχρωμο κάδρο που δέσποζε στον τοίχο του σαλονιού. Η κίνηση του, στοργική, λες κι ήθελε ν' αγγίξει το παχουλό χέρι της γυναίκας στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. 'Ανοιξε την τηλεόραση στο "δέκα τρία" -Εδώ, τουλάχιστον βλέπεις κάτι της προκοπής... τ' άλλα κανάλια με ζαλίζουν με τα ψεύτικα χαμόγελα και τις φανταχτερές διαφημήσεις τους...

Με αργές κινήσεις πιάστηκε από τη ράχη της τετράγωνης πολυθρόνας. Το βλέμμα του έκανε ένα γύρο στα μεγάλα μάτια και στα καλογραμμένα χείλη της Μπέση.

-Μή μου πεις ότι παραγέρασα και παραξένεψα. Σε ρώτησα προχθές, σε ρώτησα πάλι χτες και σε ξαναρωτάω: ναι, να πάω πίσω, αλλά πού και σε ποιον;

Εγω, κοίτα, θα καθήσω και θα περιμένω να μου δώσεις έστω και μια χαζή απάντηση...

-εδώ που τα λέμε, δεν μου έδωσες ποτέ και καμμιά ...έξυπνη! δηλαδή σε πάω πίσω στα "πρώτα" μας χρόνια, τότε που σε μάθαινα πώς να σκέφτεσαι, πού να μιλάς, πότε να μή μιλάς... Τί ήθελες, κυρά μου, να κάνω κι εγώ και τί να πω, εδώ που σ' έφερα, τρυφεράδι κι άμαθο;

Από τη πρώτη μέρα που τη γνώρισε συνήθιζε να την πειράζει. 'Ηξερε πως τα πράγματα που εκείνη είχε σπουδάσει ήταν περισσότερα από τα δικά του, μα κι αυτός, σ' αυτή τη χώρα, είχε προσθέσει τόσα, τα οποία μαζί με το πανεπιστήμιο της κοινωνίας -όπως έλεγε την ακριβοπληρωμένη πείρα του- ήταν πολύ περισσότερα.

Οι άνδρες, πίστευε, πως θα πρέπει να είναι οι δυνατότεροι για να κατευθύνουν το καράβι της ζωής. Κάπου, όμως, ένα αγκάθι δεν ήθελε να φύγει ή να στρογγυλέψει την αιχμή του. Όλο τρυπούσε, όλο και ξεφλούδιζε την ευαίσθητη σάρκα της ισορροπίας.

Εκείνη, η Μπέση του, παρ' όλη τη διαφορά ηλικίας και πείρας, αμέσως κατάλαβε πως αυτό ήταν ένα σημάδι αυτοάμυνας। Γενικά δεν του θύμωνε, τουλάχιστον φανερά।

Εκείνος, ενστικτωδώς, γύρευε τα μάτια της, κι αν διάβαζε την αδιόρατη επίπληξη, άλλαζε τόνο μ' αξιοζήλευτη ευελιξία.

Ο κυρ-Ανδρέας ακούμπησε τη πλάτη στην πολυθρόνα. Κοίταξε χαμογελαστός τη μελαχροινή γυναίκα στη φωτογραφία, τη γυναίκα που του έμαθε την αγάπη, τη γυναίκα που έχασε όταν την χρειαζόταν πιο πολύ. Στο ευρύχωρο σαλόνι με τα νυφιάτικα έπιπλα και τις ξεχρωματισμένες κουρτίνες, ήταν ο μοναδικός ένοικος κι ο μόνιμος επισκέπτης।

Οι εποχές, με τις χίλες δυο φωνές και τ' αμέτρητα χρώματα, φυσιολογικά άλλαζαν και τον προσκαλούσαν, μα για τον κυρ-Ανδρέα, η μοναξιά ήταν οδυνηρή. Ούτε που τις παρατηρούσε. Ο εαυτός του ήταν και ο φίλος του. Ακόμη κι ίδια του η σκια τον ενοχλούσε! Είχε χάσει τελείως το ενδιαφέρον του για συζήτηση, έστω για μια τυπική με τους άλλους επικοινωνία. Τα πάθη του, οι πόθοι του, είχαν ναρκωθεί... αυτό ήταν ένας αργός, προκλητικός θάνατος, ο οποίος, μάλιστα, συχνοπερνούσε και τον ειρωνευόταν με το σφύριγμα του βοριά, πάνω από τη στέγη του... ότι είχε να πει, το μοιραζόταν μόνο με τη Μπέση του. Η φωνή του, συνήθως αργή, μονόχρωμη, ήταν εκείνη που κρατούσε συντροφιά στις σκέψεις του.

Έπρεπε σε κάποιον να μιλά! Για την ηρεμία του μυαλού του, το ένοιωθε πως πρέπει ν' ακούγεται κάποια φωνή σε τούτο το σπίτι, έστω κι αν αυτή ήταν η δική του η φωνή.

Δεν τον ενοχλούσε πλέον η σιωπή της γυναίκας του. Από μικρή, τότε, του το είχε πει, πως ήταν λιγόλογη και σοβαρή... Κοιτούσε στα μάτια εκείνον που της μιλούσε κι αν κατά τη γνώμη της άξιζε να συνεχίσει τη συζήτηση, τη συνέχιζε, άλλωστε εύρισκε μια αληθοφανή δικαιολογία, κι αμέριμνη συνέχιζε το δρόμο της. Ένα ήμερο υφαίστειο με όλη τη θέρμη μα και όλους τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς...

Τον καιρό εκείνο, ιδίως για τους δικούς της, δεν καθόλου λογικό να τη φέρει εδώ, να ζήσουν μια ζωή τελείως άγνωστη για τη κόρη τους... Άνθρωποι νοικοκύρηδες, είχαν τον τρόπο τους, είχε καιρό και χρόνια μπροστά της, δεν χρειαζόταν ν' αποφασίσει αμέσως, μοναχοκόρη κι όμορφη...

Μα η Αγάπη; Ποιος άραγε είπε και ποιος τον πίστεψε, πως η λογική και η αγάπη έχουν τα ίδια μάτια; Η αγάπη, ο ενθουσιασμός, η τόλμη, ανήκουν στους ανθρώπους.

Όπως και η επανάσταση! Η ώριμη, η κατασταλαγμένη απόφαση, η σοφή σκέψη, ανήκει στους διαλεχτούς του Θεού!

Ο κυρ-Ανδρέας, χαμήλωσε τη φωνή του καναλιού. -Κοίτα, απευθύνθηκε στη Μπέση, δίχως να τη κοιτάζει... τώρα με τις γιορτές, η ίδια ατμόσφαιρα... φανταχτερές διαφημίσεις, γλυκανάλατα κάλαντα... τίποτα το αυθόρμητο... τίποτα το γνήσιο, βγαλμένο κατ' ευθείαν από τη καρδιά! επιφανειακή και η χαρά και η συμπόνια. Να! κοίτα πόσο πιστευτή, πόσο καλοντυμένη παρουσιάζεται η υποκρισία, τίποτε δεν άλλαξε! τίποτε! Ευτυχώς, φέτος ο χειμώνας ήρθε γλυκός, ίσως για το χατίρι μου...

Τεντώθηκε να πιάσει ένα μήλο απ' τη γυάλινη φρουτιέρα. Το μαχαίρι γλύστησε στο άγγιγμα του αγκώνα του. Αυθόρμητη η κίνηση με το μπαστούνι, να το φέρει πιο κοντά:

-Ας μπορούσα να σπάσω το γύψο απ' το πόδι! δεν ανέχομαι τίποτε να με πιέζει! με κούρασε κι όλας... μ' ένα μου στραβοπάτημα, και να τί έπαθα! Άσε που οι ανόητοι έσκισαν το καινούριο μου παντελόνι κι είναι το μόνο που μου έρχεται σωστά στη μέση... έμεινε το σακκάκι μοναχό... δεν ταιριάζει με κανένα άλλο! εντάξει, το ξέρω, πρέπει να τα πάω να τα μπάσουν μα τ' αφήνω γι' αργότερα... όσο για τον κυρ-γιατρό, σε τρεις μήνες , είπε, και συ βάλε...

...πεθύμησα, βλέπεις, χειμωνιάτικα, να βγω έξω, να ντυθώ σαν άνθρωπος, σοβαρός κι αξιοπρεπής... όχι ο αέρας ν' ανεμίζει το παντελονόποδο και να γελάνε τα παιδιά μαζί μου...

πού θα πήγαινα, ρωτάς; εκεί, στο πτάμι, όπως πηγαίναμε και μιλούσαμε για το δικό σας το ποτάμι, για το δικό μας το ποτάμι... κι όλα όσα μας θύμιζαν... να περπατήσω πέρα-δώθε στην όχθη, να καθήσω κάτω από τη γέφυρα, έτσι, να επαναφέρω τον πρώτο καιρό που αργο-ανοιγόκλεινε αφήνοντας τα φορτωμένα καράβια να κυλήσουν για τον Ατλαντικό...


Ο κυρ-Ανδρέας, με κόπο διπλώθηκε, σήκωσε το μαχαίρι κι έβαλε τη λεπίδα ανάμεσα στα χείλη του για να τη σκουπίσει! Ήταν μια παλιά επικίνδυνη συνήθεια, όπως τότε που τα χέρια του ήταν ακόμη σταθερά. Πριν αρχίσει το καθάρισμα του μήλου, παραμέρισε τη ξεθωριασμένη κουρτίνα με το μπαστούνι, κοιτάζοντας μακριά τη γέφυρα: -πάει κι αυτή! γέρασε με τα χρόνια... τη ξανα-βίδωσαν, την έδεσαν με ατσάλινα σύρματα, με πελώρια μαδέρια... πάει η ευλυγισία της, πάει η ανάσα της! ένας κοκκινόχρωμος γίγας, να περνούν μόνο αυτοκίνητα και να ταρακουνιέται όταν την παραπιέζουν μεγάλα φορτηγά...

Είχε δίκιο, παρ΄όλη τη γκρίνια του।

Η γέφυρα, όγκος βαρύς κι ακίνητος, στεκόταν καλύπτοντας τον ορίζοντα. Αν δεν υπήρχε εκεί, θα μπορούσε ο κυρ-Ανδρέας να χαίρεται τουλάχιστον τη μεγαλοπρέπεια της ανατολής του ήλιου όταν ξεπρόβαλλε από τον ωκεανό, ή έστω, να χαζεύει τα τοπικά αεροπλάνα που πετούσαν χαμηλά σαν πύκνωνε η ομίχλη... Απλά, η γέφυρα του στερούσε το νοητό ταξίδι, την Έξοδο! 'Οσο για την ανυπόφορη μουρουδιά, όταν καθόντουσαν τα νερά... με κανένα τρόπο δεν θα ήθελα να συγκρίνει τούτο το ποτάμι με τα καθάρια ποτάμια του τόπου τους...

-γι αυτό κι εσύ, απευθύνθηκε στη Μπέση του, ήσουν τόσο προσεχτική πότε θ' άνοιγες τα παράθυρα για λίγο αέρα και να φρεσκαρίσεις το σπίτι!


'Απειρες ήταν οι φορές που κοίταζαν μαζί πίσω απ' τα παράθυρα...



Σχεδόν αμίλητοι, παρακολουθούσαν τις πρασινο-καφετιές αγριόπαπιες και τ’ ανήσυχα γκρίζα γλαροπούλια να σκαλίζουν τις βρόμικες λάσπες του ποταμού… άλλες φορές, χάζευαν το παιγνίδι των σκιών στο σκελετό της γέφυρας, άλλες τ’ αλάφιασμα των πουλιών σαν άρχιζε να τα στριφογυρίζει ο τρελός βοριάς…
Πράγματι, γι' αυτούς, ήταν γέφυρα υπαρκτή και ταυτόχρονα ανύπαρκτη, χρήσιμη μα ενοχλητικά βουερή, δίχως κάτι το σημαντικό να τους λέει…
Ο κυρ-Ανδρέας, καθάρισε κυκλικά το μήλο, ακριβώς όπως το συνήθιζε η γυναίκα του. Έβαλε τη φλούδα στο τραπέζι, να χρησιμοποιήσει τις βιταμίνες και το άρωμά της όταν την επομένη θα έβραζε το χαμομήλι του.
-...Αχ! Μπέση μου, πάνε τα όνειρα και οι ονειροπολήσεις κάτω από τη γέφυρα। Άκου την, με τον άγριο άνεμο, αγκομαχεί και τρίζει, σαν το φραγμένο στέρνο μου। Κάπως έτσι τρίζουν και τα κοκαλάκια μου, που έγιναν σαρακοφαγωμένο ξύλο, ίδια, σαν τις γέρικες πόρτες και τ’ αφρόντιστα παράθυρα του σπιτιού μας...
Με το μαχαίρι πάντα στο δεξί χέρι, έβαλε στο στόμα ένα κομμάτι σφαγμένο μήλο, έγλυψε τη λεπίδα, και μασώντας αργά, συνέχιζε να κοιτάζει τα ερευνητικά μάτια της γυναίκας του.
-… το ξέρω, θα πεις πως συνεχίζω να είμαι ένας γκρινιάρης εβδομηντάρης! Έλα! Καλά, μη στραβομουτσουνιάζεις...το διορθώνω, ένας εβδομηνταπεντάρης! Εσύ, όμως, ξέρεις πως δεν βάφω τα μαλλιά μου, όπως δεν τάβαφε κι ο κύρης μου ως τα ογδόντα του, με κείνο το καρυδόζουμο της μάνας του… και μη με κοιτάς εμένα ειρωνικά! Καμία δεν έρχεται εδώ μέσα να με δει, ούτε μέρα… ούτε νύχτα… -ανασηκώθηκε να γυρίσει λίγο το κορμί του- ...άλλωστε, τι να δει; την λεβεντιά μου; Την γκρίνια μου; Ή… την κακομοιριά μου…
Έκοψε ένα μεγαλύτερο κομμάτι μήλο. Το μαχαίρι χτύπησε στα δόντια του… Κάνοντας ένα ελαφρύ μορφασμό συνέχισε:
-Έχω αλλάξει από τότε, κυρά μου। Εσύ μένεις η ίδια! Σιωπηλή, κι αμετακίνητη। Νέα κι όμορφη। Αρχοντική… Θυμάσαι, Μπέση μου, τότε, στην αρχή… όταν ξυπνούσες με το σκάσιμο της μέρας, κανένας δεν σου έπαιρνε κουβέντα…
Ενώ εγώ, κάθε μέρα ξυπνούσα μ’ ένα ανεξάντλητο κέφι, ιδίως όταν ξυριζόμουν, τραγουδούσα -το μονότονο για σένα τραγούδι:
«- μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική… εγώ θα μαραζώσω και θα πεθάνω εκεί…» Θυμάμαι πόσο θύμωνες και με κυνηγούσες με τις γαλάζιες σου παντόφλες πότε γύρω στο υπνοδωμάτιο, πότε μέχρι το σαλόνι. Αργότερα, όταν καταλαγιάσαμε και κάπως ψευτο-σοβαρέψαμε… μου τις πέταγες, κι όπου χτυπήσουν… πλάτη, ώμο, κεφάλι…
Το πρόσωπο του κυρ-Ανδρέα γέμισε φως. Απ’ το στήθος του, το γέλιο του απανωτά ακούστηκε δυνατό. Οι τοίχοι τα έχασαν στον ξεχασμένο ήχο. Ανακάθισε στη ρηχή πολυθρόνα. Ξαναπήρε βαθειά ανάσα. Άγγιξε με τα μάτια κάθε γωνιά από το αγαπημένο της πρόσωπο...
…-θυμάμαι που βαρέθηκα τα λόγια του τραγουδιού, και μετά άρχιζα να σου το σφυρίζω… όμως, εσύ, αινιγματική, γλώσσα άλυτη! Φωνή σαν το μέλι μόνο για του πρωτο-γιού σου το νανούρισμα… κι εγώ, με μια κρυφή ζήλεια, ανείπωτη, όσο με αγνοούσες, τόσο δυνατότερα σου σφύριζα: "-μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική…"
Τώρα, εδώ που τα λέμε, ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς αυτό το τραγούδι που ποτέ σου δεν τραγούδησες, πώς είχε ριζώσει έτσι μέσα μου! Ενώ το ήξερα πως μ’ αγαπούσες, ακόμη και τώρα, δεν μπορώ να εξηγήσω το ρόλο που έπαιζε στη ζωή μου. Πώς, ένα μοιρολόι θα το έλεγα, πώς κατάφερε να γίνει το εμβατήριό μου, το εγερτήριο μου, ο βαρύς-γλυκός καφές που δεν έμαθες να μου φτιάχνεις! Πώς έγινε η βενζίνη ν’ ανηφορίζω ως το σταθμό μέχρι το εστιατόριο, το οποίο άλλωστε κοντεύαμε να ξεχρεώσουμε! Αυτή σου η αμφιβολία, αυτή η ύπουλη φοβία να μη σου λείψει τίποτα -όπως και στο παιδί μας- αυτή πιστεύω θα ήταν η αιτία…
Ο κυρ-Ανδρέας έγειρε μπροστά για να πάρει μια μικρή φωτογραφία από το τραπέζ. Την κοίταξε, κι αποφεύγοντας να κοιτάξει στα μάτια την Μπέση, την ακούμπησε στη καρδιά.
« …ο Πέτρος μου, …ο Πέτρος μας, δεν έπρεπε να πάει στο Βιετ-Νάμ, Μπέση! Δεν ήταν ο καιρός του!
Όχι τίποτε άλλο, του άρεσε να δουλεύει στο εστιατόρι! Είχε μέσα στα σχέδιά του ν’ ανοίξει κι άλλο, μεγαλύτερο, να το διαχειρίζεται ο ίδιος… Τόβλεπες το παιδί! Μας αγαπούσε, μας ήθελε, μας χρειαζόταν, όπως το χρειαζόμαστε κι εμείς στη ζωή μας. Ακόμη κι αν δεν τα κατάφερνε, Μπέση, θα τέλειωνε τις σπουδές του και θάκανε κάτι άλλο, κάτι που να σ’ ευχαριστήσει… αρκεί να συμφωνούσες με ότι ήθελε η καρδιά του… δεν ήθελες να μ’ ακούσεις, Μπέση, δεν ήθελες να υποχωρήσεις… ξέχασες τα δικά μας, τα διέγραψες… Τι θα πάθαινες να κάνεις λίγο πίσω; Να δώσεις λίγο τράτα; Το σπουδαιότερο, δεν θα σε φαρμάκωνε ο χαμός του… Έσφιξε τη φωτογραφία μέχρι να σπάσει η καρδιά του. …-εσύ, κυρά μου, έχασες μόνο το γιο σου! Εγώ, έχασα τρεις: το γιο μας, εσένα, και τον εαυτό μου! Τα πάντα…
Η φωνή του τρεμούλιαζε.
Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Έγειρε αριστερά κι άναψε τη λάμπα στο τραπεζάκι. Ανακάθισε κι ακούμπησε ίσια τη πλάτη του στην πολυθρόνα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν τεντωθεί. Δεν ήθελε να τη στενοχωρεί... Απρόσμενα η φωνή του ακούστηκε όπως μακρινό μπουμπουνητό. Δίστασε προς στιγμή. Πήρε βαθιά ανάσα, και …
"-Θα σου τα πω με όση ειλικρίνεια μου έχει απομείνει, Μπέση! Ήταν πολύ αδικαιολόγητη τόσο η επιμονή σου όσο και η ξεροκεφαλιά σου! -άρπαξε το μπαστούνι κι έδωσε μια στο τραπέζι! η γυάλινη πιατέλα ταρακουνήθηκε, τα μήλα χοροπήδησαν, ένα κύλησε στο ταλαιπωρημένο πάτωμα... Τα δάκρυα που λίμναζαν μέσα του έγιναν βροχή ασταμάτητη.


...Αυτό ήταν εκείνο που μας έφερε την καταστροφή, … και μη με κοιτάς εμένα μ’ αυτό το βλέμμα! Έπρεπε να σου τα πω κάποτε, ακριβώς όπως τα αισθάνομαι. Δεν ήταν μόνο δικός σου ο γιος, Μπέση! Ήταν και δικός μου. Είχα κι εγώ γνώμη, αλλά εσύ; Πού να καταλάβεις!
Εγώ, όταν τότε, ήρθα στη Κόρινθο να δω τους δικούς μου και σε είδα στο ζαχαροπλαστείο ν’ αγοράζεις γλυκά… όπως σε φώτιζε ο απογευματινός ήλιος, με μάγεψες αμέσως. Είπα στον εαυτό μου πως –εκτός αν ήσουν παντρεμένη - εγώ θα σ’ έπαιρνα έστω κι αν θάπρεπε να μείνω εκεί, αφήνοντας όση προκοπή είχα κάνει εδώ, σε άλλα χέρια…
Θυμάσαι, καλή μου; Σου μιλούσα, σου μιλούσα, μέχρι που και τα γλυκά σου πλήρωσα… σ’ αγάπησα από τη πρώτη ματιά.
Εσύ, που ήξερες ότι ο γιος μας γνώριζε τη Ματίνα από κοριτσάκι, γιατί δεν την ήθελες; Φοιτήτρια ήταν, όμορφη ήταν, έξυπνη ήταν, … εντάξει ήταν λίγο κοντή, είχε λίγο ...στραβά πόδια –«πάπια» την έλεγες…- μα κι εσύ, Μπέση, δεν ήσουν δα και λαμπάδα!
Ο κυρ-Ανδρέας κοίταξε τη φωτογραφία μα δεν έβλεπε τίποτα. Τώρα που είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση ήταν απτόητος. Μόνο τη φωνή του μαλάκωσε, κάπως…
-... Ο γιος μας, της είχε δώσει τη καρδιά του, όπως κι εγώ σε σένα, όπως κι εσύ σε μένα…
Θα έφτιαχναν ένα ωραίο ζευγάρι, νέοι, καθαροί και γόνιμοι. Εσύ, γιατί να ζηλεύεις; Κοντά θα ήταν, δεν θα σου έλειπε η αγάπη του! Αχ… Μπέση! Η Αγάπη δεν έχει σύνορα. Δεν έχει συνταγές. Εσύ, που το ήξερες από πρώτο χέρι, γιατί;
Στριφογύρισε στη πολυθρόνα του θυμωμένος. Ήταν όπως ο χείμαρρος που ξέκοψε από το μεγάλο ποτάμι και δεν μπορεί να σταματήσει με τίποτε.
-Εσύ, τον στέρησες από τη Ματίνα… εμάς, μας τον κατάπιε αμέσως η ζούγκλα του ΒιετΝάμ… δεν θα έφευγε αν εσύ υποχωρούσες, Μπέση. Σε σεβόταν, σ’ αγαπούσε, όμως ήταν κι αυτός σαν κι εσένα, ξεροκέφαλος κι αμετάπειστος… Δεν θα έφευγε! Θυμάσαι; Δεν ήθελε να πάρει ούτε ένα «πένι» από τα λεφτά μας. Ήθελε ν’ αρχίσει μαγαζί, μόνος του, από την αρχή… Τι κερδίσαμε; Εσύ, πρώτη έσπασες τη καρδιά του. Μετά η φρίκη της ζούγκλας. Με τη σειρά σου, προδόθηκες κι από τη δική σου καρδιά αφού δεν άντεξε τον χαμό του…
Πήρε ανάσα ο κυρ-Ανδρέας, κι άπλωσε το χέρι να πάρει μια χαρτοπετσέτα. Ήδη η μύτη του γέμιζε από τα δάκρυα που δεν άφηνε να φανούν, λες κι εκείνη θα τα έβλεπε…
-…τον ίδιο χρόνο, άντε και ο αδελφός μου… πώς ήθελες, μετά, εγώ ο απροσάρμοστος, πώς να κρατηθώ… κι από πάνω να κρατήσω και το εστιατόριο; Από εργοδότης έγινα εργάτης… από ευτυχισμένος, ξερό πηγάδι. Ένας ζωντανός νεκρός. Τι να κάνω τώρα; Έμεινα σ’ αυτό το άδειο σπίτι να φροντίζω αναμνήσεις …είναι αρκετές να με κρατήσουν όρθιο; Κοίταξέ με! Στράβωσε το κυπαρίσσι. Καμπούριασα. Αυτό το έρμο μπαστούνι, πολλές φορές λυγίζει κάτω απ’ την ανημποριά μου… τα σκαλιά μας, τρέμουν, όπως τα χέρια μου… να τα κατέβω εύκολα δεν μπορώ… πόσο μάλλον να τ’ ανέβω… Αχ! Ούτε για τ’ απαραίτητα, Μπέση, ούτε για τα απολύτως αναγκαία…
Έγειρε το κεφάλι στο στήθος εξουθενωμένος. Δεν ήθελε να τη στενοχωρεί. Ο πικρός του λόγος γινόταν τρυπάνι στο στήθος, τόσο που φοβήθηκε πως το αίμα θα ξεπηδούσε απ’ το στόμα του κρουνός. Τ’ αυτιά του βούιζαν, την κοίταξε ένοχα.
-…είναι βαρύ να μη βλέπεις άνθρωπο, Μπέση. Όχι ξένους, περαστικούς. Άνθρωπο δικό, εννοώ, που να μπορείς να του εμπιστευτείς την ανύπαρκτη καρδιά σου… Άνθρωπο που να μπορείς μαζί του να υφαίνεις, να ξυφαίνεις ιστορίες, να ζωντανεύεις, να ζεις με το λόγο το παρελθόν… για να ποτίζεται το δέντρο της θύμησης, και να κρατιέται. Ξέρεις εσύ, τι λέω. Δε γίνεται να παραμένει η θύμηση σε σκοτεινούς θαλάμους, ανήλιαγη. Σαπίζει, λιώνοντας και τη σάρκα μαζί της... όχι! Δεν πρέπει να μουχλιάζει το μυαλό, Μπέση. Εντάξει, τα ξέρω όλα αυτά, μα πώς θα το ξεπεράσω αφού είμαι άδειος, αχρείαστος για όλους...
Κοίταξε λοξά τη φωτογραφία μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο.
…-καλά, θα μου θυμίσεις πως υπάρχει κι η κυρία Στέλλα που δεν τη συνάντησες… και πως αν δεν την χαιρετίσω από ψηλά, όταν βγαίνει πίσω να φτιάξει τον κήπο της, έρχεται πάνω και χτυπάει το μεσότοιχο του σαλονιού… ναι, είναι κι αυτό κάτι… επί πλέον, το έχεις νομίζω καταλάβει πως θα πρέπει να φοβάται και τον άνδρα της, διότι έτσι στα γρήγορα, μονάχα τους τέσσερις χτύπους κάνει κάθε φορά: τακ, τακ-τακ-τάκ: Ηάι, χάου αρ γιου; Ρωτώντας με πώς είμαι, κι εγώ, σπεύδοντας, της απαντώ το ίδιο συνθηματικά πως είμαι καλά: τακ, τακ-τάκ…= Φάιν, θάνκ γου! Γύρισε το κεφάλι απότομα। –Τι;
…αν λες τώρα, για τη περασμένη βδομάδα που ήμουν στο νοσοκομείο, για να μου βάλουν στο γύψο τον αστράγαλο… μάλλον θα χτυπούσε τον τοίχο δυνατά και πολλές φορές… διότι δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση για το στράβωμα που έπαθε το κάδρο σου… ευτυχώς που δεν έπεσε να σου σπάσει και το τζάμι, …ξέρω από τις «γρουσουζιές» που πιστεύεις…
Ο χείμαρρος είχε κάπως ηρεμήσει. Η σκέψη της άλλης γυναίκας στο διπλανό διαμέρισμα, του έδινε μια ανεπαίσθητη ευχαρίστηση. Κάποιος άνθρωπος υπήρχε και ρωτούσε γι’ αυτόν, διακριτικά, παιδιάστικα… κι αυτό ήταν κάτι… ήταν κάτι! Έπιανε τον εαυτό του να περιμένει αυτό τον απλό ήχο, το ντροπαλό χαιρετισμό, που δεν του ζητούσε τίποτε περισσότερο από τα μυστικά της καρδιάς του. Ωστόσο, δεν ήθελε ν’ ανησυχήσει τη Μπέση του πιο πολύ…
-... δηλαδή, όχι ότι δεν θα σου έφτιαχνα άλλο κάδρο ή δεν θα σου έβαζα καινούριο γυαλί … μη γρατσουνιστεί το πρόσωπό σου, φοβόμουν. Γρουσουζιές και τα τοιαύτα, δεν τα πιστεύω πια…
Ο χείμαρρος, είχε λίγη ανηφοριά, ως που να γεμίσει τη κοιλάδα και να φτάσει στην εκβολή. Ο κυρ-Ανδρέας κοίταξε στη φωτογραφία το γιο τους. Ήξερε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Άδειασε τα δάκρυα στη χαρτοπετσέτα και πήρε βαθιά ανάσα.
-… άντε, θα σου το πω κι αυτό, παρόλο που εσένα δεν σου ξεφεύγει τίποτα. Κοίτα, αυτή εδώ η γρατσουνιά στο πρόσωπο του Πέτρου μας, φτάνει μέχρι τον ώμο της Ματίνας…. Σαν σπαθί που ήθελε να μπει και να φτάσει στη καρδιά της… Έγινε όταν το κάδρο έπεσε από τα χέρια μου ενώ προσπαθούσα να σε αποφύγω για να μη δεις το τι έκανα… ναι, Μπέση, αυτή είναι εκείνη η φωτογραφία τους που με οργή τη πέταξες στα σκουπίδια, κι εγώ τη μάζεψα, κρύβοντάς την πίσω από τα εικονίσματα. Πριν από λίγα χρόνια, τη ξαναθυμήθηκα και τη κατέβασα… άντε, για να μη σου κρύβω πια άλλες λεπτομέρειες… με συντροφεύουν, όμως, και πολλές φορές τους μιλάω από μέσα μου για να μη μ’ ακούς τι τους λέω… τους μιλάω, όπως μιλάω και σε σένα. Με ειλικρίνεια κι αγάπη. Ήταν μεγάλη ανάγκη να μοιράζομαι τις σκέψεις μου μαζί τους…
και, μη με αγριοκοιτάς! Προδότης δεν έγινα ποτέ। Ούτε σε συναλλαγές, ούτε στην αγάπη… γιατί κάπως έτσι με κοιτούσες κι όταν έβγαζα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο να κάνω νεύμα, ένα άφωνο «γεια σου» στη σενιόρα του κήπου… «φάτε μάτια ψάρια» όπως λέει κι η παροιμία. Δεν έκανα αμαρτία, οι δυνάμεις μου με πρόδωσαν όπως η Τύχη…
Κοίταξε μ’ ανύποπτη ανδρική φιλαρέσκεια το όμορφο πρόσωπο της γυναίκας που του χάρισε εικοσιπέντε χρόνια από τη ζωή της, τη γυναίκα που της χάρισε όλη του τη ζωή. Στη διάρκεια του θρήνου για το χαμό του Πέτρου τους, η Ματίνα πήγαινε καθημερινά στο εστιατόριο και του παραστεκόταν. Μοιράζονταν τα δάκρυα και τον πόνο. Μιλούσαν γι’ αυτόν με τις ώρες στο απομονωμένο τραπέζι της μεγάλης αίθουσας, απομακρυσμένοι απ’ το «πήγαιν-έλα» και τα τυπικά συλλυπητήρια των πελατών. Μόνο που η Μπέση κλείστηκε ερμητικά στον εαυτό της. Δεν ήθελε να δει άνθρωπο, καλά-καλά ούτε τον ίδιο.
Ήταν μια τραγική, επικίνδυνη απόσταση μεταξύ τους. Τα λόγια δεν έρχονταν εύκολα, όπως το ίδιο δύσκολα ήταν και τα χάδια της στοργής. Κάποια μέρα, έπαψε να πηγαίνει κι η Ματίνα, με δικαιολογία πως παντρεύτηκε κάποιον αρκετά ηλικιωμένο… διότι η ζωή είναι άστοργη κι ο κόσμος πολύ κακός, -κάτι που ο κυρ-Ανδρέας γνώριζε από πρώτο χέρι.
Στα επόμενα χρόνια, η Ματίνα έστελνε κάποια κάρτα για τις γιορτές των Χριστουγέννων, που και που έκανε κάνα σύντομο τηλεφώνημα, λες κι ήθελε να επαληθεύει τον αριθμό. Τότε, κάποια φορά, είχε προσπαθήσει να μιλήσει στη Μπέση να καλούσαν τη Μαρίνα στο σπίτι τους, να μοιράζονταν λίγες ώρες μαζί, μα έπεσε σε τσιμεντένιο τοίχο σιωπής…
Ώσπου του έφυγε κι η Μπέση, με το δηλητήριο πίσω από τα ραμμένα της χείλη.
Αγκαλιές στερημένες από διπλή αγάπη…
-...σου τα είπα όλα για τη Ματίνα, Μπέση μου, τίποτα δεν έμεινε πίσω που να μη το ξέρεις… Όσο για τη σενιόρα, κι εσύ άκουσες το τελευταίο της «τακ-τακ-τάκ» και σου έδειξα το Χριστόψωμο που άφησε έξω από τη πόρτα μας μαζί με το σημείωμα όπου μισά αγγλικά, μισά ιταλικά, έγραφε πως σε δυο μέρες θα έφευγαν για τη Φλώριδα, στο νέο τους σπίτι. …για να δούμε, τώρα, ποιος θα έρθει πλάι μας, και ποιος θα περιποιείται το κήπο της σενιόρας… όποιοι και νάναι, αρκεί να είναι ήσυχοι…
Ο κυρ-Ανδρέας τράβηξε το μαξιλάρι από τον καναπέ, το έβαλε στο τραπέζι και με δυσκολία ακούμπησε το πόδι του. Σήμερα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, είχε μια ανησυχία, μια νευρικότητα που δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει με τίποτα.


Η σενιόρα, όπως έγραψε στο σημείωμά της, έφυγαν στις είκοσι-επτά. Από ψηλά, τους είδε στην αυλή, τον χαιρέτισαν, κι αυτός, με νοήματα τους ευχήθηκε να έχουν καλή τύχη.
Τις υπόλοιπες μέρες, έκοβε λίγο-λίγο από το γλυκό σπιτίσιο χριστόψωμο, για να μη του τελειώσει γρήγορα… μάζευε ένα-ένα τα ψίχουλα από την άσπρη πιατέλα της Μπέση, ενώ δεν ήξερε πλέον τι να ευχηθεί για τον εαυτό του.
Η ιστορία με το πόδι του, έκανε τα χρόνια του να τον βαραίνουν πιο πολύ.
Η τελευταία φέτα του χριστόψωμου, ενήργησε όπως το υπνωτικό στον μελαγχολικό κυρ-Ανδρέα. Με τη φωτογραφία του Πέτρου και της Ματίνας στο στήθος του, έκανε με το χέρι ένα σύντομο νεύμα στη Μπέση που τον έβλεπε απόκοσμα κι αποκοιμήθηκε. Σιωπηλές οι ώρες χάνονταν. Το παλιό σταματημένο ρολόι, φυσικά δίχως καινούρια μπαταρία, αδυνατούσε να τις μετράει. Άλλωστε, ποιον να ένοιαζε; Το μέτρημα του χρόνου το χρειάζονται όσοι έχουν κάτι να κάνουν, κάτι να προφτάσουν. Γι’ αυτόν, η κάθε χρονιά ήταν μία αναγκαστική συντήρηση της ύπαρξής του. Μόνο και μόνο να μη δει τον οίκτο στα μάτια της όμορφης Μπέση. Αν ήθελε, σιγά-σιγά, μπορούσε ν’ ανεβοκατέβει τα σκαλιά, όπως και στη γέφυρα μπορούσε, ζεστο-ντυμένος, να πάει να ρίξει σπόρια και μπαγιάτικα ψωμιά στα πουλιά… οι γλάροι, με την κλαψιάρικη φωνή τους, σίγουρα θα τον ευχαριστούσαν με κύκλους πάνω από το κεφάλι του… εκεί, κάποιον θα εύρισκε για παρέα… ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες… Θα μπορούσε, αν ήθελε, να πάει και να καλωσορίσει τους νέους ενοίκους, έτσι στα πεταχτά… μα δεν ήθελε! Είχε μείνει άδειος κι αυτό τον φόβιζε πιο πολύ. Το βράδυ δε, που έφυγε η σενιόρα, ήταν εφιαλτικό. Δεν είχε μείνει ούτε ένα κοντινό πρόσωπο.
Θύμωσε με το εαυτό του, μάλωσε με το Θεό που τον εγκατέλειψε, με πνιχτές φωνές τα είπε και του Χάρου πως ήταν δειλός κι ανίκανος να τον πάρει μαζί του…

Ήταν ένα βράδυ άγριο, δίχως δύναμη, δίχως ελπίδα.
Τα ήρεμα μάτια της Μπέση δεν μπορούσαν να τον συνεφέρουν. Στο στήθος του κυρ-Ανδρέα, κόχλαζε η μοναξιά οργισμένη. Με το κεφάλι πεσμένο στο στήθος, λες κι αφουγκραζόταν τη καρδιά του, κοιμόταν πάλι σ’ ένα ύπνο ταραγμένο.
Κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι του έλεγε το επίμονο βλέμμα της γυναίκας του, ούτε αν πραγματικά επικοινωνούσε μαζί του με τα βαθυστόχαστα μάτια της.

Ένα γρήγορο χτύπημα στη πόρτα, τον τίναξε.
Δεν κατάλαβε πώς κατέβασε το πονεμένο του πόδι από το τραπέζι. Ίσιωσε το μουδιασμένο κεφάλι κι έτριψε τα φουσκωμένα μάτια του.
-… άκουσες τίποτα, Μπέση; … ή μήπως ήταν η κρυφή επιθυμία μου; μονολόγησε.
Ακολούθησε δεύτερο χτύπημα. Πιο δυνατό. Γρήγορα κι άλλο! Πιο επίμονο! Σίγουρα δεν ήταν του ύπνου.
-… ποιος είναι; Απάντησε μουδιασμένα.
-Είμαι ο Πίτερ. …ο γιος του Σάντα!...
-Μπέση! Άκουσες; Κάποιος τρελός θα είναι…
...ποιος είστε; Είπε δυνατότερα.
-Σου είπα! Με λένε Πίτερ, άνοιξε! Μη φοβάσαι!
-Φύγε! Άσε με ήσυχο, όποιος και να είσαι. Ψάχνεις για φαγητό;… σιγά, δεν έχω ούτε για μένα… το τελευταίο κομμάτι της σενιόρας το τέλειωσα πριν… αν νομίζεις πως θα βρεις λεπτά! Την έβαψες! Λάθος πόρτα, φίλε… σώθηκαν πριν από την ώρα τους…
Απόρησε κι ο ίδιος που είπε τόσες κουβέντες έτσι στα γρήγορα…
-Μη φοβάσαι, σου λέω! Άνοιξε! Του είπε η φωνή.
Ταρακουνήθηκε η πόρτα…
Ο κυρ-Ανδρέας νόμισε ότι τρελάθηκε. Όποιος και να ήταν εκείνος που τον καλούσε, είχε τη φωνή του Πέτρου του, κι αυτό ήταν πολύ παράλογο!
Μουδιασμένος από φόβο αλλά και μαγνητισμένος, σηκώθηκε και πήγε να κοιτάξει στο στρογγυλό «μάτι» της πόρτας. Διέκρινε πράγματι ένα κεφάλι που έμοιαζε του Αη-Βασίλη που τον κοιτούσε χαμογελαστός!
-…μα ποιον ζητάς, είπε ο κυρ-Ανδρέας σαστισμένος, δίχως ν’ ανοίγει τη πόρτα.
Δεν γνωρίζω κανένα που να με θέλει… ούτε κι αυτός ο Χάρος…
Όμως, μέσα του, ήλπιζε σαν τρελός να είναι κάποιος που ήρθε αποκλειστικά για κείνον.
-Θυμάσαι τη Ματίνα; Τότε, στο εστιατόριο; Την κοπέλα του γιου σας; Εγώ, είμαι ο γιος της। Εμείς νοικιάσαμε το διπλανό διαμέρισμα… Θα είμαστε κοντά-κοντά.
Απόψε όμως, δεν κάνει να περάσετε το νέο χρόνο μόνος σας!
Ο κυρ-Ανδρέας, τρέμοντας, ακούμπησε τη πλάτη του στη πόρτα। Ούτε που ένιωθε κάτι, ούτε που καταλάβαινε αν έτσι έρχεται η τρέλα। Ζήτησε τη βοήθεια από τα μάτια της Μπέση. Εκείνη, συνήθως, τα ήξερε όλα!
-…να είναι αλήθεια η Ματίνα; να είναι εκείνη η Ματίνα του Πέτρου μας; Της είπε, και…
-... ποιας Ματίνας; Να τη δω, αν είναι αυτή!!!
τους φώναξε ζωηρά κι ας νόμισε πως δεν έβγαινε η φωνή του.
-Έλα, πια!, άνοιξε κυρ-Ανδρέα! Μη φοβάσαι! Για σένα ήρθαμε εδώ!

Η φωνή, σταθερή। Ο ήχος, γνώριμος. Έστριψε το κλειδί και μισάνοιξε… η ασφαλιστική αλυσίδα περίμενε την επιβεβαίωση…
-Έλα, σου λέω. Είμαι η Ματίνα, κι αυτός, ο Αη-Βασίλης, είναι ο γιος μου! Μπα σε καλό σου! Δεν με θυμάσαι κυρ-Ανδρέα; Βέβαια μεγάλωσα, πάχυνα και λίγο… Έ! Τι να κάνουμε;
Στο σπρώξιμο, η πόρτα διαμαρτυρήθηκε για λίγο... που δεν άνοιγε!
-…η Ματίνα; …καλά, πού είναι ο άνδρας σου; της απάντησε.
-Δεν τον έχω πια, κυρ-Ανδρέα μου, όμως το μοναχογιό μου; Κοίτα τον! Ούτε που χωράει στην αγκαλιά μου. Καλέ! Τι τα λέμε εδώ, έξω από τη πόρτα σου; Έλα, στο δικό μας. Να σε πάρουμε ήρθαμε!
Πόσοι άγγελοι ξέφυγαν από τη φάτνη του Μικρού Χριστού νάρθουν στη πόρτα του; Στ’ αυτιά του βούιζαν δεκάδες φωνές. Στη γέρικη καρδιά του φτερούγιζαν δεκάδες χελιδόνια…
-… δεν μπορεί। Δε γίνεται να είναι μόνο δύο αυτοί που ήρθαν να με βρουν τούτα τα μεσάνυχτα!
…Ο κυρ-Ανδρέας, έβγαλε την αλυσίδα, ανοίγοντας διστακτικά τη πόρτα. Μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο άρχισε να ψηλαφεί τα πρόσωπα που σημάδευαν το Νέο Χρόνο με το λαμπρότερο αστέρι.
Ήταν δυνατόν; Αυτή η γεμάτη, η γελαστή γυναίκα, να είναι η τότε γειτονοπούλα τους, η αγαπημένη του Πέτρου τους; Κι αυτός, ο νεαρός, ο κυπαρισσένιος Αη-Βασίλης, που είχε βγάλει τ’ άσπρα, μακριά γένια, και του χαμογελούσε καλόκαρδα, … γιατί έμοιαζε του Πέτρου τους;
Μια επίμονη σκοτοδίνη ήθελε να τον νικήσει, μα δεν ήταν μπορετό. Ο κυρ-Ανδρέας έστριψε απότομα το κεφάλι του, σαστισμένος πιο πολύ.
-…Μπέση! Πέθανα; Είμαι κοντά σου… ή … ήρθε ο Πέτρος μας;
Αφού τον αγγίζω, Μπέση, ήρθε ο Πέτρος μας! ήθελε να της πει… Η φωνή δεν ακούστηκε!
Άνοιξε διάπλατα τη πόρτα. Η ματιά του δεν ήξερε πού να σταθεί. Η Ματίνα τον έπιασε από το χέρι. Έτρεμε ολόκληρος.
-Έλα, έχουμε έτοιμο το τραπέζι। Έχουμε τόσα πολλά να πούμε। Θα ξενυχτίσουμε απόψε! Μαζί θα μας βρει ο Νέος Χρόνος.
-…μια στιγμή, να πάρω το μπαστούνι μου! της απάντησε. Η φωνή του χόρευε στη χαρά του!
-Δεν θέλεις μπαστούνι! Ακούμπησε επάνω μας… είπε κι ο νεαρός.

Στηρίχτηκε στον ώμο της Ματίνας και στο μπράτσο του νεαρού Αη-Βασίλη, μα νόμιζε πως περπατούσε στον αέρα.
-…σίγουρα θα έγινα άγγελος, ψιθύρισε ο κυρ-Ανδρέας, ενώ πίσω τους χαμογελούσαν αινιγματικά τα μάτια της αγαπημένης του.

ΤΕΛΟΣ

ΥΓ.:
Ελληνο-αμερικανικό Διήγημα: «Ο Αη-Βασίλης της Αγάπης» της Υιώτας Στρατή:
Α΄ Βραβείο ($1,000।οο), άνευ συναγωνισμού, από τον παναμερικανικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Οργανισμού: «Λόγος και Τέχνη, Σικάγου», στη μνήμη της αείμνηστης συγγραφέως και συνεργάτιδος του Εθνικού Κήρυκα κυρίας Θεανώς Μάργαρη (1991; -1991)। Πρόεδρος Επιτροπής του Οργανισμού και του διαγωνισμού, ήταν ο κύριος Φώτης Λίτσας, Επόπτης των Ελληνικών Κοινοτικών Σχολείων Επισκοπής Σικάγου και συνεργάτης του Εθνικού Κήρυκα Νέας Υόρκης (1943- 01।13। 1998). Το διήγημα, ως και τα επόμενα τρία των άλλων νικητών, δημοσιεύτηκαν τιμητικά, στον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης.
Καλεσμένοι στο Σικάγο, η Υιώτα και ο Δημήτρης Στρατής, πέρασαν ένα φιλόξενο Σαββατο-Κύριακο στη πόλη των Ανέμων. Παρουσιάστηκε στην αίθουσα του Συλλόγου, κατά την Εορτή των Γραμμάτων. Για την Κυρία της ελληνο-αμερικανικής λογοτεχνίας, κα Θεανώ Μάργαρη, μίλησε ο καθηγητής και λογοτέχνης κ. Γιώργος Γιάνναρης.
Η λογοτέχνιδα Γιώτα Στρατή, μαζί με την οικογένειά της, μένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, ειδικά στο Γουέστμπερυ. Λεπτομέρειες , παρακαλώ, στην ιστοσελίδα "αστοριανή".

Δεν υπάρχουν σχόλια: